παρακάλυμμα
ὥσπερ γὰρ ζώου τῶν ὄψεων ἀφαιρεθεισῶν ἀχρειοῦται τὸ ὅλον, οὕτως ἐξ ἱστορίας ἀναιρεθείσης τῆς ἀληθείας τὸ καταλειπόμενον αὐτῆς ἀνωφελὲς γίνεται διήγημα → for just as a living creature which has lost its eyesight is wholly incapacitated, so if history is stripped of her truth all that is left is but an idle tale | for, just as closed eyes make the rest of an animal useless, what is left from a history blind to the truth is just a pointless tale
English (LSJ)
[κᾰ], ατος, τό,
A anything hung up beside or before so as to cover a thing, covering, curtain, Plu.Alex.51, etc. 2 metaph., veil, cloak, τῶν κακῶν Antiph.167; ἀφεγγὲς λήθης π. LXX Wi.17.3; γήρᾳ π. τοῦ χρόνου ποιούμενος J.AJ16.8.1; π. τῆς ἡδονῆς τὸ σκότος προθέσθαι Plu.2.654d; excuse, pretext, τῇ λύρᾳ π. χρώμενος Id.Per.4; ἐχρήσατο τῆς ἀπορίας -καλύμματι Id.2.27e, cf. Ph.2.186.
German (Pape)
[Seite 481] τό, alles daneben, dabei oder daran Aufgehängte, Decke, Vorhang, Plut. Alex. 51 u. öfter; übertr., Vorwand, Beschönigung, τῇ λύρᾳ παρακαλύμματι χρώμενος, Pericl. 4, vgl. Mar. 29 Ages. 37; a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
παρακάλυμμα: τό, τὸ ἀνηρτημένον πλησίον ἢ ἔμπροσθέν τινος πράγματος ὥστε νὰ καλύπτῃ αὐτό, κάλυμμα, παραπέτασμα, Πλουτ. Ἀλέξ. 51, κτλ. 2) μεταφορ., ὁ ἔχων τὴν δύναμιν νὰ καλύπτῃ, πλοῦτός ἐστι παρακάλυμμα τῶν κακῶν Ἀντιφάν. ἐν «Νεανίσκοις» 2· π. τῆς ἡδονῆς τὸ σκότος προθέσθαι Πλούτ. 2. 654D· - μεταφορ., πρόφασις, τινος, διά τι πρᾶγμα, ὁ αὐτ. ἐν Περικλ. 4, κτλ. πρβλ. Wyttenb. 2. 27Ε.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
1 couverture, voile, tapisserie;
2 fig. prétexte.
Étymologie: παρακαλύπτομαι.
Greek Monolingual
τὸ, Α παρακαλύπτω
1. καθετί που αναρτάται μπροστά ή δίπλα σε κάτι για να το καλύπτει, παραπέτασμα
2. μτφ. α) οτιδήποτε έχει τη δύναμη να καλύπτει μια κατάσταση, συν. άσχημη («πλοῡτός ἐστι παρακάλυμμα τῶν κακῶν», Αντιφάν.)
β) πρόφαση, πρόσχημα («τῇ λύρᾳ παρακαλύμματι χρώμενος», Πλούτ.).
Greek Monotonic
παρακάλυμμα: -ατος, τό, οτιδήποτε κρεμασμένο δίπλα ή μπροστά, παραπέτασμα, κουρτίνα, σε Πλούτ.· μεταφ., πρόφαση, τινος, για ένα πράγμα, στο ίδ.
Russian (Dvoretsky)
παρακάλυμμα: ατος τό1) покрывало, покров, занавес (τὸ τῆς θύρας π. Plut.);
2) перен. прикрытие, предлог (παρακαλύμματί τινος χρῆσθαι Plut.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παρακάλυμμα -ατος, τό [παρακαλύπτω] gordijn; overdr. dekmantel, voorwendsel:. τῇ λύρᾳ παρακαλύμματι χρώμενος zijn lier als voorwendsel gebruikend Plut. Per. 4.3.
Middle Liddell
παρακάλυμμα, ατος, τό,
anything hung up beside or before, a covering, curtain, Plut.:—metaph. an excuse, τινος for a thing, Plut. [from παρακᾰλύπτω]