ἀρτίκολλος

From LSJ
Revision as of 11:50, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)")

κάλλιστον ἐφόδιον τῷ γήρᾳ ἡ παιδεία (Aristotle, quoted by Diogenes Laertius 5.21) → the finest provision for old age is education

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρτίκολλος Medium diacritics: ἀρτίκολλος Low diacritics: αρτίκολλος Capitals: ΑΡΤΙΚΟΛΛΟΣ
Transliteration A: artíkollos Transliteration B: artikollos Transliteration C: artikollos Beta Code: a)rti/kollos

English (LSJ)

ον,

   A close-glued, clinging close, ἀρτίκολλος ὥστε τέκτονος χιτών, = ἀρτίως κολληθεὶς ὡς ὑπὸ τέκτονος, S.Tr.768.    II metaph., fitting well together, ἀ. συμβαίνει τάδε turn out exactly right, A.Ch.580; εἰς ἀ. ἀγγέλου λόγον μαθεῖν in the nick of time, Id.Th.373.

German (Pape)

[Seite 362] genau zusammengeleimt, zusammenpassend, Soph. Tr. 765 προσπτύσσετο πλευραῖσιν ἀρτ. ὥστε τέκτονος χιτών. Dah. recht, gehörig, Aesch. Ch. 573; λόγον, zur gelegenen Zeit, gerade recht, Spt. 355.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρτίκολλος: -ον, ὁ ἀκριβῶς κεκολλημένος εἴς τι, ἱδρὼς ἀνῄει χρωτί, καὶ προσπτύσσεται πλευραῖσιν ἀρτίκολλος, ὥστε τέκτονος, χιτὼν ἅπαν κατ’ ἄρθρον, στερεῶς κολληθεὶς ὡς ὑπὸ τέκτονος, Σοφ. Τρ. 768. ΙΙ. μεταφ., καλῶς ἁρμοζόμενος, ἁρμόδιος, ὅπως ἂν ἀρτίκολλα συμβαίνῃ τάδε, ὅπως ἀποβαίνωσιν ἀκριβῶς ὅπως πρέπει, Αἰσχύλ. Χο. 580· ἀρτίκολλον ἀγγέλου λόγον μαθεῖν, ἐν ἁρμοδίῳ καιρῷ, ὁ αὐτ. Θήβ. 373.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 parfaitement collé ; bien ajusté;
2 fig. qui forme un ensemble parfait;
3 qui s’adapte bien ; opportun.
Étymologie: ἄρτι, κολλάω.

Spanish (DGE)

-ον

• Prosodia: [-ῑ-]
1 totalmente pegado πλευραῖσιν ἀ. (χιτών) de la túnica de Neso, S.Tr.768.
2 fig. concatenado, exacto ὅπως ἂν ἀρτίκολλα συμβαίνῃ τάδε A.Ch.580, de pers. (ἄναξ) ... εἶσ' ἀ. el príncipe sale a punto A.Th.373.

Greek Monolingual

ἀρτίκολλος, -ον (Α)
1. αυτός που κολλιέται ακριβώς σε κάτι, ο εφαρμοστός
2. μτφ. ταιριαστός.

Greek Monotonic

ἀρτίκολλος: -ον (κόλλα
I. αυτός που συγκολλήθηκε γερά, ακριβώς στερεωμένος κάπου, ἀρτίκολλος ὥστε τέκτονος χιτών = ἀρτίως κολληθεὶς ὡς ὑπὸ τέκτονος, σε Σοφ.
II. μεταφ., αρμοσμένος καλά με κάτι, ἄρτι συμβαίνει, αυτός που αποβαίνει ακριβώς όπως πρέπει, σε Αισχύλ.· ἀρτίκολλόν τι μαθεῖν, μαθαίνω κάτι στην κόψη του χρόνου, στην κατάλληλη στιγμή, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ἀρτίκολλος:
1) досл. плотно приклеенный, перен. тесно прилегающий (πλευραῖσιν χιτών Soph.);
2) подходящий, своевременный (λόγος ἀγγέλου Aesch.): ὅπως ἂν ἀρτίκολλα συμβαίνῃ τάδε Aesch. чтобы все было как следует.

Middle Liddell

κόλλα
I. close-glued, clinging close to, ἀρτίκολλος ὥστε τέκτονος χιτών = ἀρτίως κολληθεὶς ὡς ὑπὸ τέκτονος, Soph.
II. metaph. fitting well together, ἀρτ. συμβαίνει turns out exactly right, Aesch.; ἀρτίκολλόν τι μαθεῖν to hear it in the nick of time, opportunely, Aesch.