κάρος
ὡς οὐδὲν γλύκιον ἧς πατρίδος οὐδὲ τοκήων γίνεται, εἴ περ καί τις ἀπόπροθι πίονα οἶκον γαίῃ ἐν ἀλλοδαπῇ ναίει ἀπάνευθε τοκήων → More than all pleasures that were ever made parents and fatherland our life still bless. Though we rich home in a strange land possess, still the old memories about us cling.
English (LSJ)
[ᾰ], ὁ,
A heavy sleep, torpor, κ. καὶ κραιπάλη Arist.Pr.873b14, cf. A.R.2.203, Phld.D.1.18, Str.16.4.19, Max.Tyr.16.1, Gal.8.231; κάρῳ προσφερὴς κατάληψις Iamb.Myst.3.2: pl., μελαγχολίαι καὶ κάροι καὶ λήθαργοι Stoic.3.57; drowsiness, Luc.Am.39.
German (Pape)
[Seite 1328] τό u. ὁ, tiefer Schlaf u. Starrsucht, Medic.; ἐν κάρῳ κείμενος Strab. XI, 8, 5; κάρος ἐπέπεσεν αὐτῷ Hdn. 1, 17, 20; ὑπνώδης, neben καταφορά, Plut. Anton. 72; der Schwindel, κάρος δέ μιν ἀμφεκάλυψε πορφύρεος Ap. Rh. 2, 203, Schol. σκότωσις; vgl. Arist. probl. 3, 18; κάρον ἐμποιῶν καὶ ἔκλυσιν S. Emp. adv. mus. 22.
Greek (Liddell-Scott)
κάρος: ᾰ, ὁ, βαρὺς ὕπνος, νάρκη, οἵα ἡ ἐπακολουθοῦσα τὴν μέθην, κάρος καὶ κραιπάλη Ἀριστ. Προβλ. 3. 17, 3· ὡσαύτως ἐξ ἄλλων αἰτιῶν, κάρος δέ μιν ἀμφεκάλυψεν πορφύρεος, γαῖαν δὲ πέριξ ἐδόκησε φέρεσθαι νειόθεν Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 203, Στράβ. 778. - Κατὰ Γαλην. (τ. 9. σ. 196), κυρίως λέγεται κάρος ἡ παντὸς τοῦ σώματος αἰφνίδιος ἀναισθησία τε καὶ ἀκινησία.
Greek Monolingual
κάρος, ὁ (Α)
καρώ
1. βαθύς ύπνος, νάρκη
2. ίλιγγος, σκοτοδίνη.
Russian (Dvoretsky)
κάρος: (ᾰ) ὁ тяжелый сон, оцепенение (κ. καὶ κραιπάλη Arst.; κ. ὑπνώδης Plut.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κάρος -ου, ὁ [κάρα] bewusteloosheid, lethargie:. οὐ τὸν ὑπνηλὸν ἀπονιψάμεναι κάρον ze wassen niet de slaperige sloomheid weg Luc. 49.39.