κακοπραγία
νεκρὸν ἐάν ποτ' ἴδηις καὶ μνήματα κωφὰ παράγηις κοινὸν ἔσοπτρον ὁρᾶις· ὁ θανὼν οὕτως προσεδόκα → whenever you see a body dead, or pass by silent tombs, you look into the mirror of all men's destiny: the dead man expected nothing else | if you ever see a corpse or walk by quiet graves, that's when you look into the mirror we all share: the dead expected this
English (LSJ)
ἡ,
A misadventure, failure, αἱ κατ' οἶκον κ. Th.2.60; ἡ ἐκ τῆς Σικελίας κ. Id.8.2; κ. γίγνεται Arist. Pol.1296a17; ἡ τοῦ πέλας κ. Corn.Rh.p.393 H.: pl., κ. ἀνάξιαι Arist. Rh.1386b10, cf.Plb.8.12.8, Phld.Herc.1251.11, Artem.4.56, etc. b bad physical condition, Gal.10.255. II ill-doing, LXX Wi.5.24, J.AJ2.4.4: pl., misdeeds, Isoc.15.300.
German (Pape)
[Seite 1302] ἡ, Unglück in Unternehmungen, übh. Unglück; αἱ κατ' οἶκον κακοπραγίαι Thuc. 2, 60; αἱ ἐν τῷ ζῆν κ. Arist. pol. 4, 11; Sp. – Schlechtigkeit, neben πανουργία, Artemid. 4, 63.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
mauvais succès, malheur.
Étymologie: κακοπραγέω.
Greek Monolingual
η (AM κακοπραγία) κακοπραγώ
το να κάνει κανείς κακό, κακή πράξη («ἡ κακοπραγία περιτρέψει θρόνους δυναστῶν», ΠΔ)
μσν.
κακή πρόθεση («φεῡγε τοὺς κολακεύοντας ἀπὸ κακοπραγίας», Σπαν.)
αρχ.
1. κακή τύχη, ατυχία, δυστυχία, συμφορά, κακοτυχία («αἱ κατ' οἶκον κακοπραγίαι», Θουκ.)
2. ιατρ. κακή κατάσταση του σώματος
3. στον πληθ. αἱ κακοπραγίαι
κακές πράξεις («τὰς τῶν συκοφαντῶν πικρότητας καὶ κακοπραγίας ὅλης τῆς πόλεως», Ισοκρ.).
Greek Monotonic
κᾰκοπρᾱγία: ἡ, ατύχημα, αποτυχία, σε Θουκ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κακοπραγία -ας, ἡ [κακοπραγέω] mislukking, ramp:. ἡ ἐκ τῆς Σικελίας κ. de ramp op Sicilië Thuc. 8.2.1.
Russian (Dvoretsky)
κᾰκοπρᾱγία: ἡ неудача, несчастье Arst., Plut.: αἱ κατ᾽ οἶκον κακοπραγίαι Thuc. личные несчастья.
Middle Liddell
κᾰκοπρᾱγία, ἡ, [from κᾰκοπρᾱγέω]
misadventure, failure, Thuc.