ἀντιβάλλω

From LSJ
Revision as of 14:59, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

πρᾶγμα ἐλπίδος κρεῖσσον γεγενημένον → the thing worse than one expected

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντιβάλλω Medium diacritics: ἀντιβάλλω Low diacritics: αντιβάλλω Capitals: ΑΝΤΙΒΑΛΛΩ
Transliteration A: antibállō Transliteration B: antiballō Transliteration C: antivallo Beta Code: a)ntiba/llw

English (LSJ)

   A throw against or in turn, Th.7.25 (the acc. pers. being understood); βέλος Plb.6.22.4: c. dat., ἀ. ἀκοντίοις Plu.Nic.25; . τῷ κωρύκῳ practise by striking against the sack, in the gymnasium, Luc.Lex.5; put back a protruding bone, Pall.in Hp.Fract.12.285C.    II put one against the other, compare, collate, of Mss., Str.13.1.54, 17.1.5, POxy.1479 (i B.C., Pass.); match, compare with, λέοντι τίς αἰετὸν ἀντιβάλοιτο; Opp.C.1.68; λόγους ἀ. πρὸς ἀλλήλους exchange words in conversation, Ev.Luc.24.17; πρὸς ἑαυτὸν ἀ. τὸ γεγονός weigh with oneself, LXX 2 Ma.11.13.    III in Med., change, μορφήν dub.1.Opp.C.3.16.

German (Pape)

[Seite 250] (s. βάλλω), 1) entgegenwerfen, Thuc. 7, 25; Plut. Nic. 25; intrans., sich entgegenstellen, Ar. Equ. 774. – 2) entgegenhalten, vergleichen, Strab.; λόγους πρὸς ἀλλήλους, sich unterreden, Luc. Ev. 24, 17. – 3) zurückwerfen, βέλος Pol. 6, 22. – 4) Opp. Cyn. 3, 16 ἀντεβάλοντο μορφήν, statt einer früheren eine andere Gestalt annehmen (sich umwerfen). – Harpocr. erkl. ἀντιβληθέντας aus Dinarch. durch ὑπαγορευθέντας, vielleicht: dictirt.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιβάλλω: μέλλ. -βαλῶ, (ὑπονοουμένης τῆς προσωπικῆς αἰτιατ., βάλλω τὸν βάλλοντα, ἀκοντίζω κατὰ τοῦ ἀκοντίζοντος), οἱ δὲ Συρακόσιοι ἀπὸ τῶν νεωσοίκων ἔβαλλον· οἱ δ’ ἐκ τῆς ὀλκάδος ἀντέβαλλον Θουκ. 7. 25· βέλος Πολύβ. 6. 22, 4: - μετὰ δοτ., ἀντ. ἀκοντίοις Πλουτ. Νικ. 25· ἀντ. τῷ κωρύκῳ, ἀσκοῦμαι πλήττων τὸν πλήρη ἄμμου ἢ κεγχραμίδων ἀσκὸν ἐν τῷ γυμνασίῳ, Λουκ. Λεξιφ. 5. ΙΙ. παραβάλλω, συγκρίνω, βιβλιοπῶλαί τινες γραφεῦσι φαύλοις χρώμενοι καὶ οὐκ ἀντιβάλλοντες [τὰ βιβλία] Στράβ. 609· ἐκ θατέρου θάτερον ἀντέβαλον 790· τίνες οἱ λόγοι οὗτοι οὓς ἀντιβάλλετε πρὸς ἀλλήλους, Εὐαγγ. κ. Λουκ. κδ΄, 17, πρβλ. Μακκαβ. Β΄, ια΄, 13.

French (Bailly abrégé)

ao.2 ἀντέβαλον, etc.
riposter en lançant des traits ; ἀντ. ἀκοντίοις PLUT riposter avec des javelots.
Étymologie: ἀντί, βάλλω.

Spanish (DGE)

I abs., c. dat. o πρός c. ac.
1 disparar, lanzar (dardos) a su vez abs. οἱ δ' ἐκ τῆς ὁλκάδος ἀντέβαλλον Th.7.25, cf. ὥστε ... μὴ δύνασθαι τοὺς πολεμίους ἀντιβάλλειν Plb.6.22.4
c. dat. instrum. ἀκοντίοις Plu.Nic.25.
2 en cont. coloquiales, fig. dirigir alternativamente λόγοι ... οὓς ἀντιβάλλετε πρὸς ἀλλήλους Eu.Luc.24.17
abs. οἱ διάκονοι ... τῷ ἐπισκόπῳ Hom.Clem.M.2.153C.
3 golpear c. dat. τῷ κωρύκῳ en el gimnasio, Luc.Lex.5.
II c. ac. compl. dir.
1 colocar uno junto a otro en v. med. encajar un hueso dislocado, Pall.in Hp.Fract.12.285F
en perf. pas. ἀντιβεβλημένη colocado paralelamente κερκίς (respecto a la tibia), Hp.Oss.192.17.
2 fig. comparar con en v. med. λέοντι τίς αἰετὸν ἀντιβάλοιτο; ¿quién compararía a un águila con un león? Opp.C.1.68
en v. act. de mss. colacionar ἐκ θατέρου θάτερον ἀντέβαλον Str.17.1.5, cf. 13.1.54, POxy.1479.4 (I a.C.), SEG 26.1295 (Esmirna II d.C.)
evaluar πρὸς ἑαυτὸν ... τὸ γεγονός LXX 2Ma.11.13.

English (Strong)

from ἀντί and βάλλω; to bandy: have.

English (Thayer)

to throw in turn (properly, Thucydides 7,25; Plutarch, Nic. 25): λόγους πρός ἀλλήλους to exchange words with one another, 2 Maccabees 11:13).

Greek Monolingual

(AM ἀντιβάλλω)
1. βάλλω εναντίον αυτού που βάλλει εναντίον μου, ανταποδίδω τη βολή
2. αντιπαραβάλλω, συγκρίνω χειρόγραφα ή κείμενα
3. αναφέρω, μνημονεύω
νεοελλ.
τραβώ ένα πανί από τη σκότα προς την προσήνεμη πλευρά του πλοίου, τραβερσάρω
αρχ.-μσν.
συνομιλώ, επικοινωνώ με κάποιον
αρχ.
συγκρίνω κάποιον με κάποιον άλλο.

Greek Monotonic

ἀντιβάλλω: μέλ. -βᾰλῶ,
I. ρίχνω εναντίον ή ως αντίποινα, ανταποδίδω τα πυρά, σε Θουκ.
II. θέτω κάτι έναντι σε κάτι άλλο, λόγους ἀντ. πρὸς ἀλλήλους, ανταλλάσσω κουβέντες σε συζήτηση, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

ἀντιβάλλω: бросать в ответ, метать в свою очередь или обратно (βέλος Polyb.); пускать со своей стороны копья или стрелы (ἐκ τῆς ὁλκάδος Thuc.; ἀ. ἀκοντίοις Plut.): ἀ. λόγους πρὸς ἀλλήλους NT беседовать друг с другом.

Middle Liddell


I. to throw against or in turn, return the shots, Thuc.
II. to put one against the other, λόγους ἀντ. πρὸς ἀλλήλους to exchange words in conversation, NTest.

Chinese

原文音譯:¢ntib£llw 安提-巴羅
詞類次數:動詞(1)
原文字根:交換-投
字義溯源:寒喧,交互,拋來拋去,談論,對抗,比較;由(ἀντί)*=相對,代替,交換)與(βάλλω / ἀμφιβάλλω)*=投,擲)組成
出現次數:總共(1);路(1)
譯字彙編
1) 談論的(1) 路24:17