προκάλυμμα
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
English (LSJ)
[κᾰ], ατος, τό,
A anything put before, veil, curtain, A.Ag. 691 (lyr., pl.). 2 covering, as a protection, Th.2.75; [σὰρξ ὀστέων] π. Ti.Locr.100b. 3 metaph., screen, cloak, ἁμαρτανομένων λόγοι… π. γίγνονται Th.3.67; τὸ σχῆμα τῆς θείας οἰκίας π. ποιούμενοι Jahresh. 23 Beibl.285 (Ephesus); τῆς ἐπιβουλῆς J.BJ5.3.1; τῆς βδελυρίας Luc. Pseudol.31; π. προβεβλῆσθαι τῆς αὐτομολίας Id.Merc.Cond.5; γευμάτων ἀπατηλῶν π. ἡ χολή, in jaundice, Aret.SD1.15.
German (Pape)
[Seite 727] τό, Alles, was man vor einen andern Körper hängt, um ihn zu bedecken od. zu verhüllen, Vorhang, Decke; Aesch. Ag. 675, Tim Locr. 100 b; auch Deckmantel, Vorwand, Ausflucht, ἁμαρτανομένων λόγοι ἔπεσι κοσμηθέντες προκαλύμματα γίγνονται, Thuc. 3, 67, vgl. 2, 75; Sp.: ὡς προκάλυμμα εἶεν τῆς βδελυρίας, Luc. Pseudol. 31; τῆς ἀπάτης, D. Hal. 6, 77.
Greek (Liddell-Scott)
προκάλυμμα: τό, κάλυμμα, τιθέμενον πρό τινος, παραπέτασμα χρησιμεῦον ὡς θύρα, Αἰσχύλ. Ἀγ. 691. 2) κάλυμμα ὅπερ χρησιμεύει πρὸς σκέπην καὶ προφύλαξιν, Θουκ. 2. 75· σὰρξ ὀστέων πρ. Τίμ. Λοκ. 100Β. 3) μεταφορ., τὸ ἀποκρύπτον τι, πρόσχημα, πρόφασις, ἁμαρτανομένων λόγοι... πρ. γίγνονται Θουκ. 3. 67· πρ. τῆς βδελυρίας Λουκ. Ψευδολογ. 31· πρ. προβεβλῆσθαι τῆς αὐτομολίας ὁ αὐτ. π. τῶν ἐπὶ Μισθ. Συνόντ. 5.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
couverture, voile, tenture, enveloppe, abri;
fig. prétexte, excuse.
Étymologie: προκαλύπτω.
Greek Monolingual
-ύμματος, τὸ, ΝΑ προκαλύπτω
1. καθετί που χρησιμεύει για προκάλυψη
2. μτφ. πρόφαση, πρόσχημα, υπεκφυγή («ἁμαρτανομένων δὲ λόγοι ἔπεσι κοσμηθέντες προκαλύμματα γίγνονται», Θουκ.)
νεοελλ.
στρ. εδαφική έξαρση, θάμνος, βράχος, εδαφική πτυχή και καθετί που παρέχει κάλυψη ενός μαχητή από την παρατήρηση του εχθρού
αρχ.
οτιδήποτε χρησιμεύει για σκέπασμα και προφύλαξη, το περίβλημα («σάρξ ὀστέων προκάλυμμα», Τίμ. Λοκρ.).
Greek Monotonic
προκάλυμμα: -ατος, τό,
1. οτιδήποτε τοποθετείται μπροστά από κάτι άλλο, παραπέτασμα, όπως αυτό που κρεμόταν στα ανοίγματα της πόρτας, αντί για πόρτα, σε Αισχύλ.
2. κάλυμμα, ως προστασία, σε Θουκ.
3. μεταφ., πρόσχημα ή πρόφαση, στον ίδ., Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
προκάλυμμα: ατος τό
1) завеса, покрывало (ἁβρόπηνα προκαλύμματα Aesch.): προκαλύμματα ἔχειν δέρρεις Thuc. быть прикрытым кожами; τὰ προκαλύμματα τῶν ὅπλων Plut. доспехи;
2) перен. покров, прикрытие, личина, маскировка (τῆς βδελυρίας Luc.; ἁμαρτανομένων λόγοι προκαλύμματα γίγνονται Thuc.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προκάλυμμα -ατος, τό [προκαλύπτω] ‘voorhang’ gordijn; sluier. alg. bedekking, beschutting:; προκαλύμματα... δέρσεις καὶ διφθέρας vellen en huiden als beschutting Thuc. 2.75.5; overdr. dekmantel:. ἁμαρτανομένων λόγοι ἔπεσι κοσμηθέντες προκαλύμματα γίγνονται met fraaie woorden opgesmukte redevoeringen dienen slechts als dekmantel voor slechte daden Thuc. 3.67.6.
Middle Liddell
προκάλυμμα, ατος, τό,
1. anything put before, a curtain, such as was hung in doorways instead of doors, Aesch.
2. a covering, as a protection, Thuc.
3. metaph. a screen or cloak, Thuc., Luc. [from προκᾰλύπτω]