δακρυόεις

From LSJ
Revision as of 21:25, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   " to "")

Νέος ὢν ἀκούειν τῶν γεραιτέρων θέλε → Audi libenter, ipse adhuc iuvenis, senes → Als junger Mann hör' gerne auf die Älteren

Menander, Monostichoi, 384
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δακρυόεις Medium diacritics: δακρυόεις Low diacritics: δακρυόεις Capitals: ΔΑΚΡΥΟΕΙΣ
Transliteration A: dakryóeis Transliteration B: dakryoeis Transliteration C: dakryoeis Beta Code: dakruo/eis

English (LSJ)

εσσα, εν, neut. A -όειν A.R.4.1291: 1 of persons, tearful, Il.21.506, etc.; γόος Od.24.323; δακρυόεν γελάσασα smiling through tears, Il.6.484. 2 of things, causing tears, πόλεμος, ἄλγεα, θάνατος, 5.737, Hes.Th.227, etc.

German (Pape)

[Seite 519] εσσα, εν, thränenreich: – a) weinend, Thränen vergießend, von Menschen: δακρυόεις πάις Iliad. 22, 499; δακρ υόεσσα κούρη Iliad. 16, 10; δακρυόεντες ἑταῐροι Odyss. 10, 415; δακρυόεσσαι Νηρηίδες Iliad. 18, 66. – Odyss. 4, 801 γόοιο δακρυόεντος; Iliad. 6. 484 δακρυόεν γελάσασα. durch Thränen lächelnd. – Auch Folgende, z. B. Eur. Phoen. 323. – b) Thränen verursachend, Weinen erregend: πόλεμον δακρυόεντα Iliad. 5, 737; μάχης δακρυοέσσης Iliad. 13, 765; ἰῶκα δακρυόεσσαν Iliad. 11, 601. – Folgende: ἄλγεα Hes. Th. 227; πεύκη Ἰλίῳ δ., die Ilios Thränen brachte, Eur. Hel. 234; κόνις, δόμος, Anth. (App. 9, 35. 260).

Greek (Liddell-Scott)

δακρυόεις: εσσα, εν, 1) ἐπὶ προσώπων, πλήρης δακρύων, ὁ πολὺ κλαίων, Ἰλ. Φ. 506, κτλ.· οὕτω γόος Ὀδ. Ω. 322· δακρυόεν γελάσαι, ὡς ἐπίρρ., μειδιῶ διὰ μέσου τῶν δακρύων, Ἰλ. Ζ. 484. 2) ἐπὶ πραγμάτων, ὁ πλήρης δακρύων, παρέχων δάκρυα, πόλεμος, μάχη Ἰλ. Ε. 737.

French (Bailly abrégé)

όεσσα, όεν;
1 plein de larmes : γόος δακρυόεις OD gémissement mêlé de larmes ; δακρυόεν γελάσασα IL ayant souri sous les larmes;
2 qui fait pleurer (guerre, combat, douleur, etc.).
Étymologie: δάκρυον.

English (Autenrieth)

εσσα, εν: weeping, tearful; δακρυόεν γελάσᾶσα, ‘through her tears,’ Il. 6.484; applied to πόλεμος, μάχη, Il. 5.737.

Spanish (DGE)

-εσσα, -εν

• Morfología: [sg. ac. neutr. -ειν A.R.4.1291]
1 de pers. lloroso, lleno de lágrimas πάϊς Il.22.499, κούρη Il.16.10, cf. 18.66, 21.506, E.Ph.323, Theoc.13.54, τὸν δὲ προσέφα Μελέαγρος δ. B.5.94, cf. A.R.4.1277, Γοργώ AP 7.647 (Simon. o Simm.)
neutr. sg. adv. entre lágrimas, con lágrimas δακρυόεν γελάσασα sonriendo entre lágrimas, Il.6.484, cf. Orph.A.447, χεροῖν σφέας ἀμφιβαλόντες δακρυόειν ἀγάπαζον abrazándose demostraban su afecto entre lágrimas A.R.l.c., cf. E.IA 791
fig. ὁ δ. ... πέτρος ref. a Níobe, Call.Ap.22, cf. Nonn.D.14.273, ψυχή Nonn.D.16.303.
2 de abstr. lacrimoso, flébil γόος Od.24.323, λόγος E.Hel.336, πότμος AP 7.44, ὀαρισμός Q.S.7.316
lacrimoso, que hace llorar πόλεμος Il.5.737, Hes.Fr.25.9, Ibyc.1(a).7, IG 13.1399.4 (VI a.C.), Q.S.9.329, μάχη Il.13.765, ἄλγεα Hes.Th.227, θάνατος IG 13.1215.2, μνε͂μα IG 13.1357.1 (ambas VI a.C.), σῆμα GVI 633.1 (Renea II a.C.), Ἀίδας CEG 148.2 (Selinunte V a.C.), IG 22.12516.5 (II d.C.), πένθεα Q.S.5.473; v. tb. ζακρυόεις.

Greek Monolingual

δακρυόεις, -εσσα, -εν (Α)
1. (για πρόσ.) γεμάτος δάκρυα, δακρυσμένος
2. (για πράγμ.) όποιος προκαλεί δάκρυα, ο αίτιος δακρύων
3. (το ουδ. ως επίρρ.) φρ. «δακρυόεν γελάσασα» — αφού χαμογέλασε με δάκρυα στα μάτια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δάκρυ + -όεις (πρβλ. αιετόεις, αιματόεις, ακρυόεις)].

Greek Monotonic

δακρυόεις: -εσσα, -εν (δάκρυον),
1. λέγεται για πρόσωπα, δακρύβρεχτος, γεμάτος δάκρυα, βουρκωμένος, σε Όμηρ.· δακρυόεν γελάσαι, ως επίρρ., γελώ μέσα από τα δάκρυα, κλαυσίγελως (ανακατεμένο γέλιο και κλάμα), σε Ομήρ. Ιλ.
2. λέγεται για πράγματα, κάτι που προκαλεί δάκρυα, αξιοδάκρυτος, αξιοθρήνητος, πόλεμος, μάχη, στο ίδ.

Russian (Dvoretsky)

δακρυόεις: όεσσα, όεν
1) плачущий, проливающий слезы (πάϊς, γοος Hom.): δακρυόεν γελάσασα Hom. улыбнувшись сквозь слезы;
2) заставляющий плакать, вызывающий слезы (πόλεμος Hom.; ἄλγεα Hes.; σῆμα Anth.): ἡ δακρυόεσσα Ἰλίῳ πεύκη Eur. сосна, принесшая Илиону столько слез (о дереве, из которого был изготовлен деревянный конь).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δακρυόεις -εσσα -εν [δάκρυ] vol tranen; als acc. v. h. inw. obj.: δακρυόεν γελάσασα lachend tussen haar tranen door Od. 4.801. tranen brengend:. ἐς πόλεμον... δακρυόεντα de tranen brengende oorlog in Il. 5.737.

Middle Liddell

δάκρυον
1. of persons, tearful, much-weeping, Hom.; δακρυόεν γελάσαι, as adv., to smile through tears, Il.
2. of things, tearful, causing tears, πόλεμος, μάχη Il.