καικίας

From LSJ
Revision as of 10:25, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

δήλωσιν ποιούμενος ὅτι ὁ ἐντυγχάνων τοῖς τε λίθοις καὶ τοξεύμασι διεφθείρετο → intimating that it was a mere matter of chance who was hit and killed by stones and bow-shots

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καικίας Medium diacritics: καικίας Low diacritics: καικίας Capitals: ΚΑΙΚΙΑΣ
Transliteration A: kaikías Transliteration B: kaikias Transliteration C: kaikias Beta Code: kaiki/as

English (LSJ)

ου, ὁ, A north-east wind, Arist.Mete.363b17, Pr.940a18, Mu. 394b22, IG14.1308, Plu.Sert.17, Gp.1.11.2; καικίας καὶ συκοφαντίας πνεῖ Ar.Eq.437. (Derived from the river Κάϊκος by Ach.Tat.Intr. Arat.33.)

German (Pape)

[Seite 1294] ὁ, der Nordostwind, nach Arist. de mundo 4 der Euros ὁ ἀπὸ τοῦ περὶ τὰς θερινὰς ἀνατολὰς τόπου πνέων, wie Meteorl. 2, 6; komisch Ar. Equ. 435 ὡς οὗτος ἤτοι Καικίας ἢ συκοφαντίας πνεῖ

Greek (Liddell-Scott)

καικίας: -ου, ὁ, ὁ βορειοανατολικὸς ἄνεμος, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 6, 12 καὶ 21, Προβλ. 26. 1, π. Κόσμ. 4. 12, κἑξ., Θεοφρ. π. Ἀνέμ. 37· καικίας καὶ συκοφαντίας πνεῖ Ἀριστοφ. Ἱππ. 437 (λογοπαίγνιον ἐπὶ τοῦ καικίας).

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
vent du sud-est ; sel. d’autres, du sud-ouest = lat. vulturnus.
Étymologie: DELG de Κάϊκος, fl. d’Éolide.

Greek Monolingual

καικίας, ὁ (AM)
ο βορειοανατολικός άνεμος τών αρχαίων, ο γραίγος ή μέσης, αλλ. αίολος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύμφωνα με την παραδοσιακή άποψη < Κάικος, ονομασία ποταμού της Μικράς Ασίας. Με τον ίδιο τρόπο παράγονται και άλλες ονομασίες ανέμων, όπως Ολυμπ-ίας (< Όλυμπος), Ελλησποντ-ίας (< Ελλήσποντος). Κατ' άλλη άποψη, συνδέεται με το λατ. caecus «τυφλός» (πρβλ. αρχ. ιρλ. caech «μονόφθαλμος», γοτθ. haihs «μονόφθαλμος» και αρχ. ινδ. keka-ra «αλλήθωρος»). Στην περίπτωση αυτή, η σημ. του καικίας είναι «ο άνεμος που σκοτεινιάζει». Ανάλογη η παραγωγή του λατ. aquilo «βοριάς» < aquilus «σκοτεινός»].

Greek Monotonic

καικίας: -ου, ὁ, βορειοανατολικός άνεμος, σε Αριστ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καικίας -ου, ὁ noordoostenwind; overdr.: ἤδη καικίας ἢ συκοφαντίας πνεῖ er waait al een noordooster of een sycophantenstorm Aristoph. Eq. 437.

Frisk Etymological English

-ου
Grammatical information: m.
Meaning: Noortheastwind (Ar., Arist.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: For the formation cf. ἀπαρκτίας, Όλυμπίας and other wind-names in Chantraine, Formation 95; basis uncertain. By Fick GGA 1894, 238 and von Wilamowitz Glaube 1, 265 n. 2 (with Ach. Tat. Intr. Arat. 33) explained as "the (wind) coming from the Κάϊκος, a river of the Aeolis" ; cf. the similar Όλυμπίας, Ἐλλησποντίας a. o. Acc. to others (Bersu, Fick, Brugmann; s. Bq; also Pisani KZ 61, 187, Huisman KZ 71, 99) however as "the blind" = "the dark, obscuring" from an old wort for blind, one-eyed, Lat. caecus blind = OIr. caech one-eyed = Goth. haihs id., Skt. keka-ra- sqinting; one compares Lat. aquilō northwind from aquilus dark. Not very probable.

Middle Liddell

καικίας, ου,
the north-east wind, Ar.

Frisk Etymology German

καικίας: -ου
{kaikías}
Grammar: m.
Meaning: Nordostwind (Ar., Arist. usw.).
Etymology : Zur Bildung vgl. ἀπαρκτίας, Ὀλυμπίας und andere Windnamen bei Chantraine Formation 95; Grundwort unsicher. Von Fick GGA 1894, 238 und v. Wilamowitz Glaube 1, 265 A. 2 (mit Ach. Tat. Intr. Arat. 33) als "der vom Κάϊκος, einem Fluß der Äolis, herkommende" erklärt; vgl. die gleichartigen Ὀλυμπίας, Ἑλλησποντίας u. a. Nach Anderen (Bersu, Fick, Brugmann; s. Bq; dazu noch Pisani KZ 61, 187, Huisman KZ 71, 99) dagegen als "der Blinde" = "der Dunkle, Verdunkelnde" von einem alten Wort für blind, einäugig, lat. caecus blind = air. caech einäugig = got. haihs ib., aind. keka-ra- schielend; man beruft sich dabei namentlich auf lat. aquilō Nordwind von aquilus dunkel.
Page 1,753-754