οἰκονομέω

From LSJ
Revision as of 16:22, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → Scit, quod cupiscit, femina, ulterius nihil → Denn eine Frau versteht nur, was sie will, sonst nichts

Menander, Monostichoi, 87
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰκονομέω Medium diacritics: οἰκονομέω Low diacritics: οικονομέω Capitals: ΟΙΚΟΝΟΜΕΩ
Transliteration A: oikonoméō Transliteration B: oikonomeō Transliteration C: oikonomeo Beta Code: oi)konome/w

English (LSJ)

A manage as a house-steward, order, regulate, θαλάμους πατρός S.El.190 (lyr.) ; τὴν οἰκίαν Pl.Ly.209d ; τὰ ἴδια X.Mem.3.4.12, etc. ; τὸν ἴδιον βίον Euphro 4 ; ταῦτα (i.e. meats) Alex.110.20 ; ὄχλον Com.Adesp.119 :—Med., Arist.Oec.1343a23 : c. dat., ἄνθρωπος… μεγίστοις -εῖται πράγμασιν Men.531.14. 2 dispense, Pl.Phdr. 256e ; disburse, SIG667.20 (Athens, ii B. C.). 3 treat a substance with another, πυρίτην ὀξάλμῃ Ps.-Democr.Alch.p.44 B. : metaph., of a poet, εἰ τὰ ἄλλα μὴ εὖ οἰ. treat, handle, Arist.Po.1453a29 ; so (in Med.) of an artist, οἰ. τὴν ὕλην Luc.Hist.Conscr.51 :—Pass., τὰ σκέμματα… ᾠκονομήσθω Phld.D.3.8. 4 of public officers, administer, Plb.4.26.6, 4.67.9 :—Pass., πολιτεία ἀρίστη ἡ ὑπὸ τῶν ἀρίστων -ουμένη Arist.Pol.1288a34. II intr., to be a house-steward, Ev.Luc.16.2.

Greek (Liddell-Scott)

οἰκονομέω: κυβερνῶ ὡς οἰκονόμος, τακτοποιῶ, διευθετῶ, διοικῶ, διευθύνω, θαλάμους πατρὸς Σοφ. Ἠλ. 190· τὴν οἰκίαν Πλάτ. Λῦσ. 209D· τὰ ἴδια Ξεν. Ἀπομν. 3. 4, 12· τὸν ἴδιον βίον Εὔφρων ἐν «Διδύμοις» 1· ἀλλ’ ἐγὼ σοφῶς ταῦτ’ οἰκονομήσω (δηλ. τὰ ἐδέσματα) Ἄλεξις ἐν «Κρατεύᾳ» 1. 20· - Μέσ., Ἀριστ. Οἰκ. 1. 2, 2. 2) διανέμω, ἀπονέμω, παρέχω, Πλάτ. Φαῖδρ. 256Β. 3) μεταφορ., ἐπὶ ποιητοῦ, εἰς τὰ ἄλλα μὴ εὖ οἰκ., πραγματεύεται, διεξάγει, χειρίζεται, Ἀριστ. Ποιητ. 13, 10· οὕτως (ἐν τῷ μέσ. τύπῳ) ἐπὶ τεχνίτου, οἰκ. τὴν ὕλην Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 51. 4) οὕτως, ἐπὶ ἀρχόντων ἔθνους τινός, Πολύβ. 4. 26, 6 καὶ 67, 9. - Παθ., πολιτεία ἀρίστη ἡ ὑπὸ τῶν ἀρίστων οἰκονομουμένη Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 18, 1. ΙΙ. ἀμετάβ., εἶμαι οἰκονόμος, Εὐαγ. κ. Λουκ. ις΄, 2.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 diriger une maison, administrer les affaires d’une maison;
2 p. ext. diriger, gouverner, acc.;
Moy. οἰκονομέομαι-οῦμαι manier, travailler (la matière) acc..
Étymologie: οἰκονόμος.

English (Strong)

from οἰκονόμος; to manage (a house, i.e. an estate): be steward.

English (Thayer)

ὀικονόμω; (οἰκονόμος); to be a steward; to manage the affairs of a household: absolutely, to manage, dispense, order, regulate: Sophocles, Xenophon, Plato, Polybius, Josephus, Plutarch, others; 2 Maccabees 3:14.)

Greek Monotonic

οἰκονομέω: μέλ. -ήσω (οἰκονόμος),·
I. 1. διαχειρίζομαι σαν επιστάτης, διοικώ, διευθετώ, ρυθμίζω, σε Σοφ., Ξεν.
2. μεταφ., λέγεται για ποιητή, πραγματεύομαι, χειρίζομαι ένα θέμα, σε Αριστ., Λουκ.
II. αμτβ., είμαι επιστάτης, οικονόμος, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

οἰκονομέω:
1) заведовать, управлять (τὴν οἰκίαν Plat.; θαλάμους πατρός Soph.; med. μεγίστοις πράγμασιν Plut.): τὰ οἰκονομούμενα Polyb. управление;
2) полит. править, руководить (πολιτεία ὑπό τινος οἰκονομουμένη Arst.);
3) (о художнике) обрабатывать (τὴν ὕλην Luc.).

Middle Liddell

οἰκονομέω, fut. -ήσω οἰκονόμος
I. to manage as a house steward, to manage, order, regulate, Soph., Xen.
2. metaph. of an artist, to treat, handle a subject, Arist., Luc.
II. intr. to be a house-steward, NTest.

Chinese

原文音譯:o„konomšw 哀可-挪姆哦
詞類次數:動詞(1)
原文字根:家-律法
字義溯源:經營,作管家,管理,治理,處理;源自(οἰκονόμος)=管家);由(οἶκος)*=住處)與(νόμος)=律法,分出)組成,其中 (νόμος)出自(νέκρωσις)Y*=分配)。參讀 (οἶκος)同源字
出現次數:總共(1);路(1)
譯字彙編
1) 作管家(1) 路16:2