ἐπισφάζω

From LSJ
Revision as of 09:45, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπισφάζω Medium diacritics: ἐπισφάζω Low diacritics: επισφάζω Capitals: ΕΠΙΣΦΑΖΩ
Transliteration A: epispházō Transliteration B: episphazō Transliteration C: episfazo Beta Code: e)pisfa/zw

English (LSJ)

later ἐπισυ-σφάττω, A slaughter over or upon, esp. of sacrifices at a tomb, κἄμ' ἐπισφάξαι τάφῳ E.Hec.505 ; πρόβατά τινι ἐ. sacrifice them to the dead, X.Cyr.7.3.7 (Pass.). 2 αἷμα μηλείου φόνου ἐ. shed the blood of slaughtered sheep over, E.El.92, cf. 281 ; αἷμ' ἐπισφάξας νέον Id.Sthen.p.44A.:—Pass., αἷμα ἀρτίως ἐπεσφαγμένον Arist. Col.796a15. II kill upon or besides, τρίτον θῦμ' ὡς ἐπισφάξων δυοῖν E.HF995, cf. X.An.1.8.29 (also ἑαυτὸν ἐπισφάξασθαι ibid.); Ἀντώνιον ἐ. Καίσαρι Plu.Brut.18 :—Pass., ἐπεσφάγη τοῖς παισίν J.BJ5.13. I, cf. Philostr.V A4.16. 2 kill over again, νεκρούς D.L.2.135. III dispatch, strike the death-blow, Thphr. ap. Porph.Abst. 2.30, Plu.Ant.76 : metaph., talk one to death, Luc.JTr.43.

German (Pape)

[Seite 987] auch ἐπισφάττω (s. σφάζω), dabei, darüber schlachten, opfern, κἄμ' ἐπισφάξαι τάφῳ Eur. Hec. 505; τρίτον θῦμ' ὡς ἐπισφάξων δυοῖν, zu zwei Opfern noch ein drittes, Herc. Fur. 995; τινά τινι, auf Einen, Xen. An. 1, 8, 29; ὡς ἐπισφαγείη τῷ Ἀβραδάτᾳ Cyr. 7, 3, 7, beim Grabe des Abradatas; ἐπισφαγήσεται ib. 11; vgl. Eur. El. 92 πυρᾷ αἷμα μηλείου φόνου; Sp., wie Plut. Anton. 13; vollends tödten, 76. – Übertr., durch Reden umbringen, Luc. Iov. Trag. 43.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπισφάζω: μεταγεν. -σφάττω, σφάζω ἐπί, σφάζω ἐπάνω εἴς τι, ἰδίως ἐπὶ ἐπιτυμβίων θυσιῶν, κἄμ᾿ ἐπισφάξαι τάφῳ Εὐρ. Ἑκ. 505· καὶ ἅμα πρόβατα πολλὰ ἐλαύνειν ὡς ἐπισφαγείη τῷ Ἀβραδάτᾳ Ξεν. Κύρ. 7. 3, 7. 2) ἐπιχέω, αἷμα μηλείου φόνου ἐπ. Εὐρ. Ἠλ. 92, πρβλ. 281. ‒ Παθ., αἷμα ἀρτίως ἐπεσφαγμένον Ἀριστ. π. Χρωμ. 5, 19. ΙΙ. σφάζω ἐπί τινος ἢ προσέτι, τρίτον θῦμ᾿ ὡς ἐπισφάξων δυοῖν Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 995, πρβλ. Ξεν. Ἀν. 1. 8, 29 (ἔνθα καὶ τὸ Μέσ. ὡσαύτως ἀπαντᾷ)· Ἀντώνιον ἐπ. Καίσαρι Πλουτ. Βροῦτ. 18: ‒ ἐκ νέου φονεύω, νεκροὺς ἐπισφάττειν Διογ. Λ. 2. 135. ΙΙΙ. φονεύω ἐντελῶς, «ἀποτελειώνω», Λατ. conficere, Πλουτ. Ἀντών. 76: ‒ μεταφ., σκοτώνω, σὺ ἡμᾶς ἐπισφάττεις, ὦ Μῶμε, οὐκ ἐν καιρῷ ἐπιτιμῶν Λουκ. Ζεὺς Τραγ. 43.

French (Bailly abrégé)

1 égorger sur : ἐπ. τινὰ τάφῳ EUR immoler qqn sur un tombeau ; πρόβατά τινι XÉN immoler des agneaux sur le corps d’un mort;
2 égorger ensuite ou à la suite de : τινα ἐπ. τινι qqn après qqn;
3 achever d’égorger, achever.
Étymologie: ἐπί, σφάζω.

Greek Monolingual

ἐπισφάζω και ἐπισφάττω (Α) σφάζω
1. σφάζω πάνω σε βωμό ή τάφο («καὶ ἅμα πρόβατα πολλὰ ἐλαύνειν ὡς ἐπισφαγείη τῷ Ἁβραδάτα»)
2. σφάζω επί πλέον ή μετά από κάποιον («τρίτον θῡμ’ ὡς ἐπισφάξων δυοῑν»)
3. αποτελειώνω τον φόνο
4. φέρνω σε δύσκολη θέση, στενοχωρώ με λόγια ή πράξεις («σὺ ἡμᾱς ἐπισφάττεις, ὦ Μῶμε», Λουκιαν.).

Greek Monotonic

ἐπισφάζω: μεταγεν. -σφάττω, μέλ. -ξω,
I. σφάζω επάνω σε, λέγεται για θυσίες που προσφέρονται πάνω σε τάφο, σε Ευρ., Ξεν.
II. σκοτώνω έπειτα ή επιπλέον, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπισφάζω: или ἐπισφάττω
1) (на чем-л., у или после чего-л.) закалывать, умерщвлять, убивать (τινὰ τάφῳ Eur.): πρόβατά τινι ἐ. Xen. закалывать ягнят при погребении кого-л.; αἷμα μηλείου φόνου ἐ. Eur. окропить овечьей кровью (погребальный костер); τινὰ ἐ. τινί Plut. умерщвлять кого-л. вслед за кем-л.;
2) добивать, приканчивать (τινά Luc., Plut.).

Middle Liddell

later -σφάττω fut. ξω
I. to slaughter over or upon, of sacrifices offered at a tomb, Eur., Xen.
II. to kill after or besides, Xen.