Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ὁμαλίζω

From LSJ
Revision as of 23:05, 6 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "to be" to "to be")

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμᾰλίζω Medium diacritics: ὁμαλίζω Low diacritics: ομαλίζω Capitals: ΟΜΑΛΙΖΩ
Transliteration A: homalízō Transliteration B: homalizō Transliteration C: omalizo Beta Code: o(mali/zw

English (LSJ)

X.Oec.18.5, Arist. (v. infr.) : fut. A -ιῶ LXXIs.45.2, -ίσω Sm.Jb.39.10 : aor. ὡμάλισα LXXIs.28.25 :—Pass., pf. ὡμάλισμαι (v. infr.) : aor. ὡμαλίσθην Arist.Pol.1266b3 : fut. ὁμαλισθήσομαι ib.1265a40 : fut. Med. ὁμαλιεῖται in pass. sense, X.Oec.18.5 : (ὁμαλός) :—make even or level, τὴν γῆν Thphr.CP5.9.8, cf. Damox. 2.50 :—Pass., X. l.c., IG22.380.10, PPetr.2p.43 (iii B.C.). 2 level, equalize, μᾶλλον δεῖ τὰς ἐπιθυμίας ὁ. ἢ τὰς οὐσίας Arist.Pol. 1266b30, cf. 1267b5 :—Pass., διὰ τῆς κτήσεως ὡμαλισμένης ib.1270a39 ; ὁμαλισθησομένη εἰς τὸ αὐτὸ πλῆθος ib.1265a40 ; πόλεις ὡμαλισμέναι ὑπὸ τῶν συμφορῶν Isoc.5.40, cf. 6.65. 3 reduce to a uniform mass, ρὰ σιτία καὶ τὸ ποτόν Diocl.Fr.141. II intr., to be or remain equal or equable, maintain one's level, Thphr.CP5.1.12, Mnesith. ap. Ath.5.357e, Plb.29.26.2, Phld.Po.5.9.

German (Pape)

[Seite 329] gleich, eben machen, Sp.; Xen. Oec. 18, 5 vom gleichmäßigen Ausdreschen oder Austreten des Getreides, ὁμαλιεῖται ὁ ἀλοητός; auch übertr., wie Arist. μᾶλλον γὰρ δεῖ τὰς ἐπιθυμίας ὁμαλίζειν ἢ τὰς οὐσίας, pol. 2, 7, 8. – Bei Sp., wie Theophr., auch intr., gleich, eben sein.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμᾰλίζω: Ξεν., Ἀριστ.: μέλλ. -ίσω ἢ -ιῶ: ἀόρ. ὡμάλισα Ἑβδ. (Σειρὰχ ΚΑ΄, 11). - Παθ., πρκμ. ὡμάλισμαι, ἴδε κατωτ.: ἀόρ. ὡμαλίσθην Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 7, 3· μέλλ. ὁμαλισθήσομαι αὐτόθι 2. 6, 10 ἀλλὰ μέσ. μέλλ. ὁμαλιεῖται, ἐπὶ παθ. σημασ. Ξεν. Οἰκ. 18. 5: (ὁμαλός). Ποιῶ τι ὁμαλὸν ἢ ἐπίπεδον, ἰσοπεδῶ, τὴν γῆν Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 9, 8, πρβλ. Δαμόξενον ἐν «Συντρόφοις» 1. 50. - Παθ., ἐπὶ τοῦ ἁλωνίου, Ξεν. ἔνθ’ ἀνωτ.· - ἐντεῦθεν ῥημ. ἐπίθ. ὁμαλιστέον, δεῖ ὁμαλίζειν, Γεωπ. 18. 2. 2) ὁμαλύνω, ἰσῶ, ἐξισῶ, ὁμοιῶ, μᾶλλον δεῖ τὰς ἐπιθυμίας ὁμ. ἢ τὰς οὐσίας Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 7. 8, πρβλ. 20. - Παθ., διὰ τῆς κτήσεως ὡμαλισμένης αὐτόθι 2. 9, 17· ὁμαλισθῆναι εἰς τὸ αὐτὸ πλῆθος αὐτόθι 2. 6, 10· πόλεις ὡμαλισμέναι ὑπὸ τῶν συμφορῶν Ἰσοκρ. 90Β. ΙΙ. ἀμεταβ. εἶμαι ἢ διαμένω ἴσοςδύναμαι νὰ ἐξισωθῶ, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 1. 12, Ἀθήν. 357Ε.

French (Bailly abrégé)

f. ὁμαλίσω et ὁμαλιῶ, ao. ὡμάλισα, pf. inus.
Pass. f. ὁμαλισθήσομαι, ao. ὡμαλίσθην;
1 égaliser, acc.;
2 fig. rendre uni, calme, adoucir, apaiser.
Étymologie: ὁμαλός.

Greek Monolingual

(ΑΜ ὁμαλίζω) ομαλός
1. καθιστώ κάτι ομαλό, επίπεδο, ισοπεδώνω, εξομαλύνω («κινεῑν καὶ ὁμαλίζειν τὴν γῆν», Θεόφρ.)
2. εξομοιώνω, εξισώνω («μᾱλλον δεῑ τὰς ἐπιθυμίας ὁμαλίζειν ἤ τὰς οὐσίας», Αριστοτ.)
μσν.
δίνω λύση σε προβληματική κατάσταση
αρχ.
1. (για νομοθέτη) αμβλύνω τις αντιθέσεις, επιφέρω ισότητα
2. ανάγω σε ίση ποσότητα («τὰ σιτία καὶ τὸ ποτὸν ὁμαλίζειν», Διοκλ.)
3. (για την πέψη) λειτουργώ ομαλά, κανονικά
4. (για άνεμο) είμαι ομαλός, πνέω χωρίς διακυμάνσεις
5. παθ. ὁμαλίζομαι
υφίσταμαι ολοκληρωτική καταστροφή, αφανίζομαι («πόλεις ὡμαλισμέναι ὑπὸ τῶν συμφορῶν», Ισοκρ.)
6. φρ. «ὁμαλίζω ἐς τὸ φιλοσοφώτερον» — καθιστώ κάτι κανονικό, φυσιολογικό.

Greek Monotonic

ὁμᾰλίζω: Αττ. μέλ. -ιῶ — Παθ., παρακ. ὡμάλισμαι, αόρ. αʹ ὡμαλίσθην, μέλ. ὁμαλισθήσομαι, Μέσ. μέλ. ὁμαλιεῖται, με Παθ. σημασία·
1. κάνω κάτι επίπεδο, ισοπεδώνω, σε Ξεν.
2. εξομαλύνω, εξισώνω, εξομοιώνω, σε Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

ὁμᾰλίζω:
1) делать ровным, выравнивать (τὸν δῖνον Xen.);
2) делать равным, уравнивать (τὰς οὐσίας Arst.); ὁμαλισθῆναι εἰς τὸ αὐτὸ πλῆθος Arst. стать количественно равным.

Middle Liddell


1. to make even or level, Xen.
2. to level, equalise, Arist.