τῆλε
Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau
English (LSJ)
Boeot. Πειλε- in pr. names, Adv. A = τηλοῦ (q.v.), at a distance, far off, Il.17.190, Od.2.183, 17.312; μάλα τ. Hes.Th.1015; τ. πρὸς δυσμαῖς A.Pers.232 (troch.). 2 to a distance, afar, τῆλε δὲ χαλκὸς λάμπε Il.10.153; τ. βάλε 20.482; τ. πεσόντα 18.395; ᾤχετο τ. διὰ προμάχων 11.358. 3 c. gen., far from, τ. φίλων καὶ πατρίδος αἴης ib.817, 16.539; τ. δ' ἀπεπλάγχθη σάκεος δόρυ 22.291; cf. Od.2.333, 12.354, etc.; τ. δ' ἀπ' αὐτοῦ κάππεσε Il.23.880, cf. 16.117, 17.301, Od.5.315, Hes.Sc.275; also τῆλ' ἐξ . . Il.2.863.--Ep. word, used once by Pi., P.11.23, and once in Trag. (A. l.c.); never in Prose, cf. τηλαυγής.
German (Pape)
[Seite 1105] adv., wie τηλοῦ, in der Ferne, fern, weit ab; τῆλε δ' ἀποπλάγχθη σάκεος δόρυ, Il. 22, 291, fuhr weit vorbei; τῆλε δ' ἀπ' αὐτοῦ κάππεσε, 23, 880, u. in derselben Vrbdg Od. 5, 315 u. öfter, u. Hes. Sc. 275; – c. gen., τῆλε φίλων καὶ πατρίδος αἴης, Il. 11, 817. 16, 539, fern von den Freunden; auch weithin, ῥίψω τῆλε μάλα, Il. 8, 14; ᾤχετο τῆλε διὰ προμάχων, 10, 153; u. von weit her, τῆλ' ἐξ Ασκανἰης, 2, 863; τῆλε πάτρας, Pind. P. 11, 23; τῆλε πρὸς δυσμαῖς, Aesch. Pers. 232; einzeln bei sp. D.
Greek (Liddell-Scott)
τῆλε: Ἐπίρρ., ὡς τὸ τηλοῦ (ὃ ἴδε), μακράν, πόρρω, θέων δ’ ἐκίχανεν ἑταίρους ὦκα μάλ’, οὔ πω τῆλε, ποσὶ κραιπνοῖσι μετασπὼν Ἰλ. Ρ. 190, Ὀδ. Β. 183, Ρ. 312· μάλα τῆλε Ἡσ. Θ. 1014· τ. πρὸς δυσμαῖς Αἰσχύλ. Πέρσ. 232 (λυρ.). 2) εἰς μεγάλην ἀπόστασιν, μέχρι σημείου μακρὰν ἀπέχοντος, τῆλε δὲ χαλκὸς λάμπε Ἰλ. Κ. 153· τ. βάλλειν Υ. 482· τ. πεσόντα Σ. 195· ᾤχετο τ. διὰ προμάχων Λ. 358. 3) μετὰ γεν., μακράν τινος, φίλων καὶ πατρίδος αἴης Λ. 817, Π. 539· τῆλε δ’ ἀπεπλάγχθη σάκεος δόρυ Χ. 291, πρβλ. Ὀδ. Β. 333, Μ. 354, κλπ.· οὕτω, τῆλε δ’ ἀπ’ αὐτοῦ κάππεσεν Ἰλ. Ψ. 880, πρβλ. Π. 117, Ρ. 301, Ὀδ. Ε. 315, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 275· ὡσαύτως, τῆλε ἐκ... Ἰλ. Β. 863. Ἡ Ἐπικὴ αὕτη λέξις εἶναι ἅπαξ ἐν χρήσει παρὰ Πινδ. (Π. 11. 36), καὶ ἅπαξ παρὰ Τραγικ. (Αἰσχύλ. ἔνθ’ ἀνωτέρ.), ἀλλὰ πρβλ. τηλαυγής, τηλέπλανος, -πομπος, -πορος, -σκόπος καὶ τηλέσκοπος, -φανής· οὐδαμοῦ ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ, πρβλ. τηλαυγής.
French (Bailly abrégé)
1 adv. loin, au loin sans mouv.
2 prép. loin de, gén..
Étymologie: cf. τῆλου.
English (Autenrieth)
adv., far, far away; w. gen., far from, Od. 17.250, Il. 22.445; also with ἀπό, ἐκ, γ 313, Il. 2.863.
English (Slater)
prep. c. gen.,
1 far from Ἰφιγένεἰ ἐπ' Εὐρίπῳ σφαχθεῖσα τῆλε πάτρας (P. 11.23)
Greek Monolingual
Α
επίρρ.
1. μακριά (α. «τῆλε πρὸς δυσμάς», Αισχύλ.
β. «θέων δ' ἐκίχανεν ἑταίρους ὦκα μάλ', οὔ πω τῆλε, ποσὶ κραιπνοῑσι μετασπών», Ομ. Ιλ.)
2. σε μεγάλη απόσταση από κάποιο σημείο (α. «τῆλε πάτρας», Πίνδ.
β. «τῆλε φίλων καὶ πατρίδος αἴης», Ομ. Ιλ.)
3. σε μεγάλη απόσταση, ώς κάποιο σημείο που απέχει πολύ μακριά («τῆλε... βάλε», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. τῆλ-ε (με δυσερμήνευτη κατάλ -ε) ανάγεται, κατά την επικρατέστερη άποψη, στην ΙΕ ρίζα kwel- «μακριά» (με τοπική και χρονική σημ.) με αρκτικό χειλοϋπερωικό φθόγγο, την ύπαρξη του οποίου επιβεβαιώνουν οι λεσβ.-βοιωτ. τ. με αρκτικό π- (πρβλ. πήλοι, πήλυι), καθώς και τα μυκηναϊκά ανθρωπωνύμια qera-dirijo, qere-qotao (πρβλ. και αρχ. ινδ. carama- «έσχατος, τελευταίος»). Κατ' άλλη, λιγότερο πιθανή, άποψη, το αρκτικό τ- του τῆλε δεν ερμηνεύεται ως προϊόν αντιπροσώπευσης ΙΕ χειλοϋπερωικού φθόγγου, οπότε το επίρρ. τῆλε πρέπει να αναχθεί σε ρίζα με αρκτικό οδοντικό και να διαχωριστεί από τον τ. πήλοι. (Για την πιθανή σχέση του τῆλε με το επίρρ. πάλαι βλ. λ. πάλαι). Η λ., τέλος, απαντά ως α΄ συνθετικό σε μεγάλο αριθμό σύνθ. (βλ. λ. τηλε-)].
Greek Monotonic
τῆλε: επίρρ., όπως το τηλοῦ, από μια απόσταση, μακριά, μακρόθεν, σε Όμηρ., Ησίοδ.· με γεν., μακριά από κάτι, σε Όμηρ.
Russian (Dvoretsky)
τῆλε:
I adv.
1) далеко, вдали Hom., Hes.: τ. πρὸς δυσμαῖς Aesch. далеко на западе; τ. ἀπὸ Λαρίσσης Hom. вдали от (родной) Лариссы;
2) далеко, вдаль (βαλεῖν τι, τ. ἀπό τινος πεσέειν Hom.).
II praep. cum gen. далеко от, вдали от (τ. πατρίδος αἴης Hom.).
Middle Liddell
like τηλοῦ
at a distance, far off, far away, Hom., Hes.:—c. gen. far from, Hom.
Frisk Etymology German
τῆλε: {tē̃le}
Grammar: Adv. u. Präp. (ep. seit Il.).
Meaning: ‘in der Ferne, fern, weit (von)’
Composita : Sehr oft als Vorderglied, z.B. τηλεκλειτός weitberühmt (ep. seit Il.), PN Τηλέμαχος eig. "Fernkampfer" (Gegensatz ἀγχέμαχος; auch Τηλίμαχος [ark.] nach ἀγχί- ~); zur Begründung Trümpy Fachausdrücke 114, Werner Ling. Balk. 6, 53 ff. m. Lit.
Derivative: Daneben τηλοῦ, -όθι ib., -όθε(ν) ‘aus (in) der Ferne’, -όσε in die Ferne, weithin; auch τηλεδαπός aus fernem Lande stammend, in der Ferne befindlich nach ποδαπός, ἀλλοδαπός u.a. (alles vorw. ep. seit Il.); unklar τήλεμος (Theognost. Kan.; nach τῆμος, ἦμος oder dem Kurznamen Τήλεμος?). Steigerungsformen τηλοτάτω (Od.), -τέρω (Hp., Arat.), -τερος (AP), τήλιστα (Orph.; Augenblicksbildung nach ἄγχιστα, Seiler Steigerungsformen 109). — Daneben äol. πήλυι (-οι) = τῆλε, τηλοῦ, Lok. (Schwyzer 622) mit böot. PN Πειλεστροτίδας.
Etymology : Unklare Bildung auf -ε (Schwyzer 63. ) von einem dehnstufigen idg. Nomen *qʷēl-; wie πάλαι (s.d.) zu τέλος Ende, Ziel.
Page 2,891-892