επιτυχαίνω
ἔστιν οὖν τραγῳδία μίμησις πράξεως σπουδαίας καὶ τελείας μέγεθος ἐχούσης, ἡδυσμένῳ λόγῳ χωρὶς ἑκάστου τῶν εἰδῶν ἐν τοῖς μορίοις, δρώντων καὶ οὐ δι' ἀπαγγελίας, δι' ἐλέου καὶ φόβου περαίνουσα τὴν τῶν τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν → Tragedy is, then, a representation of an action that is heroic and complete and of a certain magnitude—by means of language enriched with all kinds of ornament, each used separately in the different parts of the play: it represents men in action and does not use narrative, and through pity and fear it effects relief to these and similar emotions.
Greek Monolingual
και επιτυγχάνω και πιτυχαίνω και πετυχαίνω (AM ἐπιτυγχάνω, Μ και (έ)πιτυχαίνω και πετυχαίνω)
1. βρίσκω τον στόχο, σημαδεύω καλά (α. «ῥᾴδιον μὲν τὸ ἀποτυχεῖν τοῦ σκοποῦ, χαλεπὸν δὲ τὸ ἐπιτυχεῖν», Αριστοτ.
β. «τον πυροβόλησε και τον πέτυχε στην καρδιά»)
2. συναντώ κάποιον τυχαία (α. «τον πέτυχα στον δρόμο» β. «ἵνα μὴ ‘κεῖνος ὑμῖν ἐπιτύχῃ», Αριστοφ.)
3. φθάνω στον σκοπό μου, πραγματοποιώ, κατορθώνω (α. «δεν ήταν δυνατό να επιτευχθεί συμφωνία» β. «ἐπιτυγχάνοντες ὧν πράττουσιν», Ξεν.)
4. ευνοούμαι από την τύχη, ευδοκιμώ, προκόπτω (α. «πέτυχε στις εξετάσεις» β. «εἰ μὲν ἐπέτυχε τῇ βολῇ τοῦ τόξου», Αχμ. Ονειροκρ.)
νεοελλ.
1. (αμτβ.) γίνομαι, εκτελούμαι καλά («δεν πέτυχαν οι φωτογραφίες»)
2. (μτβ.) εκτελώ καλά («ο ράφτης δεν πέτυχε το κοστούμι»)
3. (η παθ. μτχ. ως επίθ.) επιτυχημένος, -η, -ο
αυτός που γίνεται με επιτυχία («επιτυχημένο αστείο»)
μσν.
1. (για τη γη) παράγω
2. αποκτώ
αρχ.
1. (για ενέργεια) έχω καλό αποτέλεσμα («μὴ ζήτησιν τῶν πρασσομένων, ἀλλὰ μίμησιν τῶν ἐπιτετευγμένων», Διόδ.)
2. (με δοτ. προσ.) συζητώ με κάποιον («ἰόντι τε τινί ποθεν ἄλλοθεν εἴτε καὶ ἐξ αὐτῆς τῆς πόλεως ἑτοίμως ἐπιτυχεῖν», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + τυγχάνω «βρίσκω τον στόχο». Ο αόρ. β’ επ-έτυχον δημιούργησε αφ’ ενός μεν το μσν. επι-τυχαίνω (πρβλ. λαγχάνω -έλαχον > λαχαίνω, μανθάνω-έμαθον > μαθαίνω), αφ’ ετέρου δε, με διατήρηση της εσωτερικής αυξήσεως και σίγηση του αρχικού άτονου ε- που θεωρήθηκε πιθ. ως η αύξηση, το νεοελλ. πετυχαίνω (< πέτυχα < ε-πέτυχα < επ-έτυχον)].