Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κυώ

From LSJ
Revision as of 16:05, 28 July 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ᾱσθαι" to "ᾶσθαι")

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e

Greek Monolingual

κυῶ, -έω (Α)
1. έχω στην κοιλιά μου, εγκυμονώ, είμαι έγκυος («ἡ δ' ἐκύει φίλον υἱόν», Ομ. Ιλ.)
2. μένω έγκυος, συλλαμβάνω («κατακλίνεταί τε παρ' αὐτῷ καὶ ἐκύησε τὸν Ἔρωτα», Πλάτ.)
3. (για καρπό) διαμορφώνομαι, σχηματίζομαι («ἔχει δὲ ἅμα καὶ τὸν νέον καὶ τὸν ἔνον καρπόν
ἀφαιρουμένου γὰρ θατέρου μετά κύνα, καὶ ὁ ἕτερος φανερὸς εὐθὺς κυούμενος
κυεῑ γὰρ ὥσπερ βότρυς ὁμοσχήμων», Θεόφρ.)
4. (για φυτά) παράγω άνθη
5. μτφ. α) κυοφορώ («ὧν κυεῑ περὶ ἐπιστήμης πειρᾶσθαι ἡμᾱς τῇ μαιευτικῇ τέχνη ἀπολῡσαι», Θεαίτ.)
β) έχω βάρος («ἡ ψυχή μου διὰ τὸ ὑβρίσθαι καὶ ὀργίζεσθαι... διῆγεν... ἀεὶ τοῦτο κυοῦσα», Ξεν.)
5. μέσ. κυοῦμαι, -έομαι
γεννώ, τίκτω
7. (το ουδ. της μτχ. μέσ. ενεστ. ως ουσ.) τὸ κυούμενον
το έμβρυο που βρίσκεται στη μήτρα
8. (το θηλ. της μτχ. μέσ. παρακμ. ως ουσ.) ἡ κεκυημένη
η γυναίκα που γέννησε, η λεχώνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κυῶ ανάγεται στη μηδενισμένη βαθμίδα ku- της ΙΕ ρίζας keu- «φουσκώνω, πρήζομαι-οίδημα» και συνδέεται με αρχ. ινδ. śvayati «είμαι, γίνομαι ισχυρός», αόρ. aśv-a-t, με λατ. inciens «έγκυος» (πιθ. δάνεια λ. από ἔγκυος), με λατ. cumulus «σωρός» και με τους τ. κύριος, κύαρ, κοῖλος.
ΠΑΡ. κύημα, κύησις, κύμα
αρχ.
κυηρός, κυητήριος, κυητικός, κυήτωρ, κύος.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. κυοτόκος, κυοτροφία, κύουρα
αρχ.-μσν.
κυοφόρος. (Β' συνθετικό) έγκυος
αρχ.
αποκυώ, αρρενοκυώ, εκκυώ, επικυώ, παρακυώ, προκυώ].