Συράκουσαι

From LSJ
Revision as of 09:06, 4 August 2022 by Spiros (talk | contribs)

Ὁ σοφὸς ἐν αὑτῷ περιφέρει τὴν οὐσίαν → Qui sapit, is in se cuncta circumfert sua → Der Weise trägt, was er besitzt, in sich herum

Menander, Monostichoi, 404
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Σῠρᾱ́κουσαι Medium diacritics: Συράκουσαι Low diacritics: Συράκουσαι Capitals: ΣΥΡΑΚΟΥΣΑΙ
Transliteration A: Syrákousai Transliteration B: Syrakousai Transliteration C: Syrakousai Beta Code: *sura/kousai

English (LSJ)

[ᾱ], αἱ, Syracuse, Th.5.4, Scymn.282, IGRom.1.495 (Sicily, i A.D.); Ion. Συρήκουσαι Hdt.7.154; Dor. Συράκοσαι Pi. P.2.1, D.S.22.8; also Σῠράκοσσαι, Pi.O.6.6 (with vv.ll.), cj. in B. 5.184 (Συράκουσσ- Pap., as also Marm.Par.52,71): Συράκουσα, ἡ, D.S.13.75, 14.14, St.Byz., Συράκουσσα Hdn.Gr.1.270 codd. Arc.; Σῠράκοσα, D.S.21.4; also Συρακώ, Συρακοῦς, ἡ, Epich.185 (name of a marsh, St.Byz.; called Tyraco, Vibius Sequester p.154 Riese).-- Adj. Συρακόσιος, α, ον, Syracusan, and as substantive A a Syracusan, BMus.Cat.Coins Sicily p.145, Th.l.c., IG12(9).1187.15 (Euboea, iii B.C.), etc.; Ion. and poet. Συρηκόσιος Hdt.7.154, AP5.191 (Mel.), Nonn.D.6.354; a form Συρακόσσιος Hdn.Gr.1.120; Συρακούσιος Pl.Ep.326b (s.v.l.); Συρρακούσιος v.l. in Lib.Or.12.36, cf. Choerob. in Theod.2.242, al.; fem. Συρακοσσίς, γλῶσσα Nonn.D.9.22:—ἡ Συρακοσία (χώρα) A the territory of Syracuse, Th.6.52 (and so L. Dind. reads for ἡ Συράκουσα or Συράκοσα in D.S. (v. supr.)): Συρακοσίων τράπεζα, prov. of luxurious living, Ar.Fr.216:—Συρακοσεύς, έως, ὁ, St.Byz.

Greek (Liddell-Scott)

Σῠράκουσαι: -αἱ, πόλις τῆς Σικελίας· Ἰωνικ. Συρήκουσαι, Ἡρόδ.· Δωρικ. Συράκοσαι, Πινδ. Π. 2. 1 καὶ χάριν τοῦ μέτρου Σῠράκοσσαι. Böckh διάφορ. γραφ. παρὰ Πινδ. Ο. 6. 6· Σῠράκουσα, ἡ, ἀπαντᾷ παρὰ Στεφ. τῷ Βυζ., Διόδ. 13. 75., 14. 11· Συράκοσα, ὁ αὐτ. ἐν Ἐκλογ. 490. 58· ὡσαύτως Συρακώ, οῦς, ἡ, Ἐπίχαρμ. 166 Ahr. ― Ἐπίθ. Σῠρᾱκόσιος, α, ον, ἐκ Συρακουσῶν· καὶ ὡς οὐσιαστ., ὁ κάτοικος τῶν Συρακ., Ἰωνικ. Συρηκούσιος, Ἡρόδ. 7. 154, κτλ.· ποιητ. Συρηκόσιος, Ἀνθ. Π. 5. 192· τύπος τις Συρακόσσιος μνημονεύεται ἐν Θεογνώστου Κανόσι σ. 56· θηλ. Συρακοσσὶς (γλῶσσα) Νόνν. Δ. 9. 22· ― ἡ Συρακοσία (χώρα) Θουκ. 6. 52 (καὶ οὕτως ὁ L. Dind. ἀναγινώσκει ἀντὶ ἡ Συράκουσα ἢ Συράκοσα παρὰ Διοδ. (ἴδε ἀνωτ.)· Σ. τράπεζα, παροιμία ἐπὶ πολυτελοῦς διαίτης, Λατιν. Siculae dajes, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 3, Παροιμιογρ.

French (Bailly abrégé)

ῶν (αἱ) :
Syracuse, ville de Sicile.

English (Strong)

plural of uncertain derivation; Syracuse, the capital of Sicily: Syracuse.

English (Thayer)

(so accented commonly (Chandler §§ 172,175); but according to Pape, Eigennamen, under the word, Συράκουσαι in Ptolemy, 3,4, 9; 8,9, 4), Συρακουσων, αἱ, Syracuse, a large maritime city of Sicily, having an excellent harbor and surrounded by a wall 180 stadia in length (so Strabo 6, p. 270; "but this statement exceeds the truth, the actual circuit being about 14English miles or 122stadia" (Leake, p. 279); see Dict. of Geogr. under the word, p. 1067b); now Siragosa: Acts 28:12.

Greek Monotonic

Σῠράκουσαι: [ᾱ], αἱ, Ιων. Συρήκουσαι, Δωρ. Συράκοσαι και Σῠράκοσσαι, Συρακούσες, πόλη της Κάτω Ιταλίας, σε Ηρόδ. κ.λπ.· επίθ. Σῠρᾱκόσιος, , -ον, αυτός που προέρχεται ή κατάγεται από τις Συρακούσες, και ως ουσ. Συρακούσιος, Ιων. Συρηκούσιος, στον ίδ.· ποιητ. Συρηκόσιος, σε Ανθ.· Συρακοσία (χώρα), η περιοχή των Συρακουσών, σε Θουκ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: f. pl.
Meaning: town in Sicily (Th. a.o.)
Other forms: Ion. Συρήκουσαι (Hdt.), Dor. Συράκοσ(σ)αι (Pi.) f. pl.; also Συράκο(υ)σα f. sg. (D. S.).
Derivatives: Adj. Συρακόσιος, Ion. -η-; also Συρακοσσεύς (St. Byz.), f. -κοσσίς (γλῶσσα, Nonn.); on the notation Schwyzer 525 w. n. 7.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: From Συρακώ f., name of a marsh near the town (also of the town itself by Epich. 185) with ντ-suffix (as in Τάρας, -αντος a.o.), s. Kretschmer Glotta 14, 98f., v. Blumenthal Glotta 17, 154. Supposition on the etymology by Kretschmer ibd.: from Illyrian or an other IE language of Sicily with āko-suffix to OCS syrъ, Russ. syrój humid, raw, Lith. súras briny, ONorse sūrr sour a.o. (WP. 2, 513, Pok. 1039).

Middle Liddell

Σῠρά¯κουσαι, ῶν, αἱ,
ionic Συρήκουσαι, doric Συράκοσαι, and Σῠράκοσσαι, Syracuse, Hdt., etc.

Frisk Etymology German

Συράκουσαι: (Th. u.a.),
{Surákousai}
Forms: ion. Συρήκουσαι (Hdt.), dor. Συράκοσ-(σ)αι (Pi.) f. pl.; auch Συράκο(υ)σα f. sg. (D. S.)
Meaning: Stadt auf Sizilien.
Derivative: Davon das Adj. Συρακόσιος, ion. -η-; auch Συρακοσσεύς (St. Byz.), f. -κοσσίς (γλῶσσα, Nonn.); zur Schreibung Schwyzer 525 m. A. 7.
Etymology : Von Συρακώ f. N. eines Sumpfs in der Nähe der Stadt (auch von der Stadt selbst bei Epich. 185) mit ντ-Suffix (wie in Τάρας, -αντος u.a.), s. Kretschmer Glotta 14, 98f., v. Blumenthal Glotta 17, 154. Vermutung zur Etymologie von Kretschmer ebd. : aus dem Illyrischen od. einer anderen idg. Sprache des alten Siziliens mit āko- Suffix zu aksl. syrъ, russ. syrój feucht, roh, lit. súras salzig, anord. sūrr sauer u.a. (WP. 2, 513, Pok. 1039). Pelasgische Etymologie bei v. Windekens Beitr. z. Namenforsch. 5, 223.
Page 2,821

Chinese

原文音譯:Sur£kousai 需拉枯賽
詞類次數:專有名詞(1)
原文字根:敘拉古
字義溯源:敘拉古;在西西里島之東,首府城,保羅坐船去羅馬時曾路經該地。字義:聲聞敘利亞
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編
1) 敘拉古(1) 徒28:12