ἀπαριθμέω
ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην, πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → hard it is to learn the mind of any mortal or the heart, 'till he be tried in chief authority | it is impossible to know fully any man's character, will, or judgment, until he has been proved by the test of rule and law-giving
English (LSJ)
A count over, take an inventory of, X.Oec.9.10; reckon up, Id.Cyr.5.2.35; μύθους ἀ. recount, Arist.Po.1453a18:—Pass., Ps.-Alex. Aphr.in SE64.11, al. II reckon or pay back, repay, X.Cyr.3.1.42, D H.4.10,etc. III Med., secure payment of a sum owing, IG1.32, cf. ib.22.1122; but, 2 = Act. in Men.Epit.164, cf. Alex.Aphr. in Top.422.3; ἀ. προγόνους δυνάστας Jul.Or.2.83b; enumerate, σοφῶν ὀνόματα Id.Gal.176b.
German (Pape)
[Seite 280] abzählen, einzeln herzählen, Isocr. 3, 12. 5, 26 u. A.; vom Gelde, ab-, zurückzahlen, Xen. Cyr. 3, 1, 34.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπαριθμέω: ἀριθμῶ μετὰ προσοχῆς ἓν πρὸς ἕν, ἀπαριθμήσαντες καὶ γραψάμενοι ἕκαστα Ξεν. Οἰκ. 9. 10· λογαριάζω, ὑπολογίζω, ὁ αὐτ. Κύρ. 5. 2, 35· μύθους ἀπ., ἐκ νέου ὑπολογίζω, εἰ καὶ καθ’ ἕκαστον εἶδος, ἀπολαβόντες ἀπαριθμησαίμεθα τὰς δυνάμεις αὐτῶν Ἀριστ. Ρητ. π. Ἀλέξ. 2· λαμβάνω ὑπ’ ὄψιν, πρὸ τοῦ μὲν γὰρ οἱ ποιηταὶ τοὺς τυχόντας μύθους ἀπηρίθμουν, νῦν δὲ περὶ ὀλίγας οἰκίας αἱ κάλλισται τραγῳδίαι συντίθενται Ἀριστ. Ποιητ. 13. 7. ΙΙ. ὑπολογίζω ἢ πληρώνω ἐκ νέου, ἀνταποτίνω, Ξεν. Κύρ. 3. 1, 42, Διον. Ἁλ. 4. 10, κτλ.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
f. ἀπαριθμήσω, ao. ἀπηρίθμησα, pf. ἀπηρίθμηκα;
1 compter avec soin;
2 compter en retour, restituer, payer une dette.
Étymologie: ἀπό, ἀριθμέω.
Spanish (DGE)
I c. ac. de cosas numerables
1 contar, enumerar, hacer el recuento o inventario ἀπηρίθμησαν αὐτοὺς (κολοσσούς) (var.) Hecat.300 (= Hdt.2.143), ἀπαριθμήσαντες καὶ γραψάμενοι ἕκαστα X.Oec.9.10, τοὺς ἄθλους Isoc.5.109, πλίνθους IG 11(2).287 A.99 (Delos III a.C.), ταῦτά μοι ... ἀπαρίθμησαι καθ' ἕν Men.Epit.381, σοφῶν ὀνόματα Iul.Gal.176b, cf. Phld.Mus.p.101K., Sch.Er.Il.1.1f, abs. μηδὲν ἦθος ἐνσημαινόμενος ἀλλ' ὥσπερ ἀπαριθμῶν (leyendo) sin ninguna expresión, como quien lee una cuenta Isoc.5.26
•tb. en v. med. πέντε οὐσῶν, ἃς ἀπηριθμήαατο Alex.Aphr.in Top.422.3, cf. in SE 64.11, τὰ χρε̄́ματα IG 12.91.20, cf. 22.1122.14.
2 contar con πλείονα ὄχλον X.Cyr.5.2.35
•tb. en v. med. προγόνους δυνάστας Iul.Or.3.83b.
3 pagar διπλάσια X.Cyr.3.1.42, cf. D.H.4.10, PBeatty Panop.2.301 (III d.C.), en v. pas. Plu.2.682a, PBeatty Panop.2219 (III d.C.).
II c. ac.
1 contar, relatar ποιηταὶ τοὺς τυχόντας μύθους Arist.Po.1453a18, cf. Isoc.3.12.
2 interpretar, tocar αὐτήν (κροῦσιν) D.H.Comp.134.14.
Greek Monotonic
ἀπᾰριθμέω: μέλ. -ήσω·
I. συναριθμώ, με προσοχή ανά ένα, λογαριάζω, υπολογίζω, σε Ξεν.
II. υπολογίζω ή πληρώνω πάλι, αποδίδω οφειλή, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
ἀπᾰριθμέω:
1) пересчитывать, учитывать (ὄχλον Xen.; πάντα Plut.);
2) отсчитывать, платить (χρήματα διπλάσια Xen.);
3) перечислять (τὰ μέρη τῶν φυτῶν Arst.);
4) пересказывать, рассказывать (τοὺς τυχόντας μύθους Arst.).
Middle Liddell
I. to count over, reckon up, Xen.
II. to reckon or pay back, repay, Xen.