ἰσοδαίμων

From LSJ
Revision as of 17:25, 19 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")

Τί ὕπνος; Καμάτων ἀνάπαυσις, ἰατρῶν κατόρθωμα, δεδεμένων λύσις, ἀγρυπνούντων σοφία, νοσούντων εὐχή, θανάτου εἰκών, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πάσης πνοῆς ἡσυχία, πλουσίων ἐπιτήδευμα, πενήτων ἀδολεσχία, καθημερινὴ μελέτη. → What is sleep? Rest from toil, the success of physicians, the release of those who are bound, the wisdom of the wakeful, what sick men pray for, an image of death, the desire of those who toil in hardship, the rest of all the spirit, a principal occupation of the rich, the idle chatter of poor men, a daily object of concern.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰσοδαίμων Medium diacritics: ἰσοδαίμων Low diacritics: ισοδαίμων Capitals: ΙΣΟΔΑΙΜΩΝ
Transliteration A: isodaímōn Transliteration B: isodaimōn Transliteration C: isodaimon Beta Code: i)sodai/mwn

English (LSJ)

ον, gen. ονος, A godlike, A.Pers.634 (lyr.), Ariphron 1.4, Hierocl.in CA4p.425M. II equal in fortune or equal in happiness, ἰ. βασιλεῦσι Pi.N.4.84.

German (Pape)

[Seite 1264] ονος, einem Gotte gleich; βασιλεύς Aesch. Pers. 625; Scol. bei Ath. XV, 702 a; βασιλεῦσιν ἰσοδαίμονα [ι] Pind. N. 4, 48, den Königen gleich an Geschick.

Greek (Liddell-Scott)

ἰσοδαίμων: -ον, γεν. ονος, ἰσόθεος, ὅμοιος τῷ θεῷ, Αἰσχύλ. Πέρσ. 633. ΙΙ. ἴσος τινὶ κατὰ τὴν εὐδαιμονίαν, ἰσ. βασιλεῦσι Πινδ. Ν. 4. 136.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
semblable ou égal à un dieu.
Étymologie: ἴσος, δαίμων.

English (Slater)

ῑσοδαίμων
   1 equal in fortune to c. dat. ὕμνος δὲ τῶν ἀγαθῶν ἐργμάτων βασιλεῦσιν ἰσοδαίμονα τεύχει φῶτα (N. 4.84)

Greek Monolingual

ἰσοδαίμων, -ον (Α)
1. ίσος, όμοιος με τον θεό, ισόθεοςἰσοδαίμων βασιλεύς», Αισχύλ.)
2. ίσος με άλλον κατά την ευδαιμονία ή κατά την τύχηἰσοδαίμων βασιλεῡσι», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + δαίμων.

Greek Monotonic

ἰσοδαίμων: -ον, γεν. -ονος, ισόθεος, ίσος, όμοιος με θεό, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ἰσοδαίμων: 2, gen. ονος (ῑσ)
1) равный божеству (βασιλεύς Aesch.; ἄνθρωποι Plut.);
2) похожий по своей судьбе, подобный своей участью (βασιλεῦσιν Pind.).

Middle Liddell

ἰσο-δαίμων, ονος,
godlike, Aesch.