λαγοδαίτης

From LSJ
Revision as of 13:50, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

Τί ὕπνος; Καμάτων ἀνάπαυσις, ἰατρῶν κατόρθωμα, δεδεμένων λύσις, ἀγρυπνούντων σοφία, νοσούντων εὐχή, θανάτου εἰκών, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πάσης πνοῆς ἡσυχία, πλουσίων ἐπιτήδευμα, πενήτων ἀδολεσχία, καθημερινὴ μελέτη. → What is sleep? Rest from toil, the success of physicians, the release of those who are bound, the wisdom of the wakeful, what sick men pray for, an image of death, the desire of those who toil in hardship, the rest of all the spirit, a principal occupation of the rich, the idle chatter of poor men, a daily object of concern.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λᾰγοδαίτης Medium diacritics: λαγοδαίτης Low diacritics: λαγοδαίτης Capitals: ΛΑΓΟΔΑΙΤΗΣ
Transliteration A: lagodaítēs Transliteration B: lagodaitēs Transliteration C: lagodaitis Beta Code: lagodai/ths

English (LSJ)

ου, ὁ, (δαίω B) hare-devourer, A. Ag.123 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 3] Hafen fressend, vom Adler, Aesch. Ag. 122.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui mange des lièvres.
Étymologie: λαγώς, δαίνυμαι.

Russian (Dvoretsky)

λᾰγοδαίτης: дор. λᾰγοδαίτᾱς, ου ὁ (об орле) пожирающий зайцев Aesch.

Greek (Liddell-Scott)

λᾰγοδαίτης: -ου, ὁ, (δαίω) ὁ κατατρώγων τοὺς λαγωούς, ἐπὶ ἀετοῦ, Αἰσχύλ. Ἀγ. 123 (Λυρ.).

Greek Monolingual

λαγοδαίτης, ὁ (Α)
(για αετό) αυτός που κατατρώγει τους λαγούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαγώς + -δαίτης (< δαίομαι «διαιρώ, χωρίζω»), πρβλ κρεο-δαίτης, χρηματο-δαίτης].

Greek Monotonic

λᾰγοδαίτης: -ου, ὁ (δαίω), αυτός που κατατρώει λαγούς, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

λᾰγο-δαίτης, ου, ὁ, δαίω
hare-devourer, Aesch.