φλογμός

From LSJ
Revision as of 16:40, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

οὐκ ἔστι λέουσι καὶ ἀνδράσιν ὅρκια πιστά → there are no pacts between lions and men, between lions and men there are no oaths of faith, there can be no covenants between men and lions

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φλογμός Medium diacritics: φλογμός Low diacritics: φλογμός Capitals: ΦΛΟΓΜΟΣ
Transliteration A: phlogmós Transliteration B: phlogmos Transliteration C: flogmos Beta Code: flogmo/s

English (LSJ)

ὁ, A flame, blaze, as of lightning, πυρὸς φ. ὁ Διός E. Supp. 831 (lyr.), cf. 1019 (lyr.), Hec.474 (lyr.), f.l. in Hel.1162 (lyr.); fiery heat, A.Eu.940 (lyr.); of burning lava, Arist.Mu.400b4: of the funeral pyre, prob. in Supp.Epigr.4.719 (Bithynia); pl., Eratosth. ap. Sch.Il.18.468. b fire, Ph.1.118. 2 inflammation, Hipp.VM19, VC15, al.; feverish heat, Luc.Peregr.44. 3 metaph., heat of passion, Ph.1.166,238.

German (Pape)

[Seite 1292] ὁ, das Brennen, die Entzündung; ὀμματοστερὴς φυτῶν Aesch. Eum. 900; Διός, der Blitz, Eur. Suppl. 856; Hippocr. u. Sp., wie Luc. hist. conscr. 1.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
1 rayonnement ou ardeur du soleil;
2 fièvre ardente.
Étymologie: φλέγω.

Russian (Dvoretsky)

φλογμός:
1) пламя, жар: φ. ὀμματοστερὴς φυτῶν Aesch. ослепительный (солнечный) жар, выжигающий растения; φ. Διός Eur. пламя Зевса, т. е. молния;
2) горящая лава Arst.;
3) жар, лихорадка: τὸν φλογμὸν οὐ φέρειν Luc. метаться в жару.

Greek (Liddell-Scott)

φλογμός: ὁ, φλόξ, λάμψις, οἷον ἀστραπῆς, φλ. ὥστε Διὸς Εὐρ. Ἑλ. 1162· πυρὸς φλ. ὁ Διὸς ὁ αὐτ. ἐν Ἱκέτ. 831, πρβλ. 1019, ἐν Ἑκ. 74· πυρώδης θερμότης, Αἰσχύλ. Εὐμ. 940· ἐπὶ τῆς καιούσης λάβας, Ἀριστ. περὶ Κόσμ. 6. 33 ― ἐν τῷ πληθ., Ἐρατοσθ. παρὰ τῷ Σχολ. Ἰλ. Σ. 468. 2) φλόγωσις, φλεγμονή, Ἱππ. περὶ Ἀρχ. Ἰητρ. 15, πρβλ. 908F, κ. ἀλλ.· πυρετώδης θερμότης, Λουκιαν. Περεγρ. 44. 3) μεταφορ., ἡ θέρμη τῆς ὀργῆς, ἢ τοῦ πάθους, Φίλων, Βυζ.

Greek Monolingual

ὁ, ΜΑ
μτφ. (για συναισθήματα) έξαψη («φλογμὸς παθῶν», Φίλ.)
αρχ.
1. (κυρίως σχετικά με την αστραπή) ισχυρό φως, λάμψη («πυρὸς φλογμὸς ὁ Διός», Ευρ.)
2. ακτινοβολία θερμότητας, πύρα
3. (ως ιατρ. όρος) α) φλόγωση
β) πυρετός
4. φωτιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φλόξ, φλογός + κατάλ. -μός (πρβλ. κορ-μός, φορ-μός)].

Greek Monotonic

φλογμός: ὁ (φλέγω), φλόγα, λάμψη, όπως της αστραπής, σε Ευρ.· φλογερὴ θερμότητα, σε Αισχύλ.· πυρετώδης θερμότητα, σε Λουκ.

Middle Liddell

φλογμός, οῦ, ὁ, φλέγω
flame, blaze, as of lightning, Eur.; fiery heat, Aesch.; feverish heat, Luc.

English (Woodhouse)

flame

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)