ὑπόσπονδος
Πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → Boni parentis ira nulla in filium → Ein guter Vater zürnt nicht gegen seinen Sohn
English (LSJ)
ον, (σπονδή) under a truce or treaty, secured by treaty, ὑπόσπονδοί τε ἔφασαν εἶναι ἕτοιμοι . . ἐκχωρὴσαι ἐκ τῆς νήσου Hdt.3.144; ὑ. ἐξέρχονται ἐκ τῆς χώρης Id.5.72, cf. 126; κατελθεῖν ἐπὶ τὰ ἑωυτοῦ ὑ. Id.6.103, cf. E.Ph.81; ὑ. ἀφιέναι τοὺς ἀφεστῶτας X.HG1.2.18, cf. 2.2.1; τὴν Ταυρικὴν ὑ. λαβών IPE2.423 (Tanais): especially in phrases of taking up the dead from a field of battle, τοὺς νεκροὺς ὑ. ἀποδοῦναι to allow a truce for taking up the dead, Th.1.63, 6.103, X.HG2.4.19; τοὺς νεκροὺς ὑ. κομίσασθαι, ἀνελέσθαι, etc., to demand a truce for so doing, which was an acknowledgement of defeat, Th. 2.79, 4.44, etc.
German (Pape)
[Seite 1232] unter Waffenstillstand, in Folge eines geschlossenen Waffenstillstandes od. Bündnisses, dadurch gesichert; Her. 5, 72. 6, 103; ὑπόσπονδον μολεῖν ἔπεισα παιδὶ παῖδα Eur. Phoen. 81; τοὺς ἄρχοντας τοὺς τῶν ἐπικούρων ὑποσπόνδους συλλαβεῖν ἐτόλμησεν Isocr. 4, 147; τοὺς νεκροὺς ὑποσπόνδους αἰτεῖν, ἀναιρεῖσθαι, κομίζεσθαι, nach der Schlacht beim Feinde auf einen Waffenstillstand antragen, um die Gefallenen zu bestatten, wodurch man sich für überwunden erklärte und dem Gegner das Schlachtfeld einräumte; τοὺς νεκροὺς ὑποσπόνδους ἀποδιδόναι, den Waffenstillstand zur Bestattung der Gefallenen bewilligen, Thuc. 1, 63. 4, 44; Xen. oft, wie Pol., ὑποσπόνδους ἀφιέναι τοὺς αἰχμαλώτους, Waffenstillstand schließen u. die Gefangenen freigeben, 4, 63, 3, ὑπόσπονδον ἀπελθεῖν 2, 58, 5, u. sonst.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui se fait, qui agit ou qu’on traite de telle ou telle manière en vertu d'une convention : ὑπόσπονδοι ἐξέρχονται HDT ils sortent en vertu d'une capitulation ; τοὺς νεκροὺς ὑποσπόνδους αἰτεῖν XÉN, ἀναιρεῖσθαι THC, κομίζεσθαι THC, ἀποδιδόναι THC réclamer, enlever, emporter, rendre les morts en vertu d'une convention.
Étymologie: ὑπό, σπονδή.
Russian (Dvoretsky)
ὑπόσπονδος: вытекающий из договора о перемирии, основывающийся на условиях договора о перемирии: ὑπόσπονδοι ἔφασαν εἶναι ἑτοῖμοι … Her. они заявили, что, при наличии договора, они готовы …; ὑπόσπονδον μολεῖν ἔπεισα παιδὶ παῖδα Eur. я уговорила одного сына прийти к другому на основании перемирия; τοὺς ἄρχοντας ὑποσπόνδους συλλαβεῖν ἐτόλμησεν Isocr. он осмелился, вопреки договору, захватить в плен военачальников; τοὺς νεκροὺς ὑποσπόνδους ἀποδιδόναι Thuc. в соответствии с условиями перемирия выдавать убитых.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπόσπονδος: ον (σπονδὴ) ὁ ὑπὸ σπονδὰς διατελῶν, ἐξησφαλισμένος διὰ σπονδῶν ἢ συνθηκῶν, ὑπόσπονδοι... ἔφασαν εἶναι ἑτοῖμοι... ἐκχωρῆσαι ἐκ τῆς νήσου Ἡρόδ. 3. 144· ὑπ. ἐξέρχονται τῆς χώρης ὁ αὐτ. 5. 72, πρβλ. 5. 126· κατελθεῖν ἐπὶ τὰ ἑωυτοῦ ὑπ. ὁ αὐτ. 6. 103· ὑπ. ἀφιέναι τοὺς ἀφεστῶτας Ξεν. Ἑλλ. 1. 2, 18, πρβλ. 2. 2, 1· ― μάλιστα ἐν φράσεσι δηλούσαις τὸ διδόναι τοὺς νεκροὺς ἢ κομίζεσθαι αὐτοὺς ἐκ τοῦ πεδίου τῆς μάχης, τοὺς νεκροὺς ὑπ. ἀποδιδόναι Θουκ. 1. 63., 6. 103, Ξενοφ.· τοὺς νεκροὺς ὑπ. κομίζεσθαι, ἀναιρεῖσθαι, αἰτεῖν, ἀπάγεσθαι, ἀπολαμβάνειν Ἡρόδ. 2. 79., 4. 44, Ξεν., κλπ.· τὴν Ταυρικὴν ὑπ. λαβὼν Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθῆκαι) 2132e.
Greek Monolingual
-η, -ο / ὑπόσπονδος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που γίνεται ή υπάρχει με σπονδές, αυτός που προστατεύεται από σπονδές, από συνθήκες («ὑπόσπονδοι ἐξέρχονται τῆς χώρης», Ηρόδ.)
αρχ.
φρ. «ἀποδίδωμι [ή κομίζομαι] τοὺς νεκροὺς ὑποσπόνδους» — δίνω [ή μεταφέρω] τους νεκρούς για ενταφιασμό μετά από ανακωχή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + -σπονδος (< σπονδή), πρβλ. παρά-σπονδος].
Greek Monotonic
ὑπόσπονδος: -ον (σπονδή), αυτός που βρίσκεται κάτω από συνθήκη, συμφωνία, δεσμευμένος ή εξασφαλισμένος μέσω συνθήκης, συμφωνίας, σε Ηρόδ., Ξεν.· ιδίως, λέγεται για περισυλλογή νεκρών από πεδίο μάχης, τοὺς νεκροὺς ὑποσπόνδους ἀποδιδόναι, επιτρέπω, χορηγώ, παρέχω ανακωχή για την περισυλλογή των νεκρών, σε Θουκ.· τοὺς νεκροὺς ὑποσπόνδους κομίζεσθαι, ἀναιρεῖσθαι, απαιτώ, αιτούμαι ανακωχής για να πράξω έτσι (περισυλλογή νεκρών), ως παραδοχή, αναγνώριση της ήττας σε Ηρόδ., Ξεν. κ.λπ.
Middle Liddell
ὑπό-σπονδος, ον, σπονδή
under a treaty, bound or secured by treaty, Hdt., Xen.:—esp. of taking up the dead from a field of battle, τοὺς νεκροὺς ὑποσπόνδους ἀποδιδόναι to allow a truce for taking up the dead, Thuc.; τοὺς νεκροὺς ὑπ. κομίζεσθαι, ἀναιρεῖσθαι to demand a truce for so doing, in acknowledgment of defeat, Hdt., Xen., etc.
English (Woodhouse)
by terms of treaty, under a flag of truce, under treaty
Mantoulidis Etymological
Ἀπό τό ὑπό + σπονδή τοῦ σπένδω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.