κοτέω

From LSJ
Revision as of 16:32, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

χρῆσαι κακοῖσι τοῖς ἐμοῖς, εἰ κερδανεῖς → use my shame, if any good

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοτέω Medium diacritics: κοτέω Low diacritics: κοτέω Capitals: ΚΟΤΕΩ
Transliteration A: kotéō Transliteration B: koteō Transliteration C: koteo Beta Code: kote/w

English (LSJ)

(κότος) Ep. and Lyr. Verb, used in the forms cited below, without distinction of voice, bear one a grudge, be angry at him, c. dat. pers., κοτεσσάμενος Τρώεσσιν Il.5.177, cf. 18.367; Τυδέος υἷι κοτέσσατο Φοῖβος 23.383; τῷ δ' ἄρ' Ἀχαιοὶ ἐκπάγλως κοτέοντο 2.223; τοῖσίν τε κοτέσσεται (Ep. for κοτέσηται) 5.747, 8.391, Od.1.101; λέοντε δύω ἀμφὶ κταμένης ἐλάφοιο ἀλλήλοις κοτέοντες Hes.Sc.403: prov., κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτονι τέκτων Id.Op.25: c.dat.rei, βασιλῆος ἀτασθαλίᾳ κοτέων Pi.Supp.13a31: c. gen. rei, ἀπάτης κοτέων angry at the trick, Il.4.168; κοτεσσαμένη τό γε θυμῷ, οὕνεκα14.191: abs., οὐδ' ὄθομαι κοτέοντος 1.181, cf. 23.391; κεκοτηότι θυμῷ (Ep. pf. part.) with angry heart, 21.456, Od.9.501, 19.71: aor. κοτέσασα h.Cer.254; Διωνύσῳ κοτέσασα Euph.14.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
seul. prés., part. ao. et part. pf. au sens du prés.
être irrité, garder rancune : τινος de qch ; κεκοτηότι θυμῷ IL, OD d'un cœur irrité;
Moy. κοτέομαι, κοτοῦμαι être irrité : τινι contre qqn ; garder rancune à qqn ; ou avec acc., τόγεοὕνεκα être irrité de ce que.
Étymologie: κότος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κοτέω [κότος] ep. praes. 3 sing. κοτέει, ptc. κοτέων, imperf. med. 3 plur. κοτέοντο; ep. aor. med. 3 sing. κοτέσσατο, ep. conj. 3 sing. κοτέσσεται, ep. ptc. med. κοτεσσάμενος; ep. ptc. perf. dat. sing. κεκοτηότι, boos zijn, wrok koesteren:; κεκοτηότι θυμῷ met woedend hart Il. 21.456; met dat.:; ἀλλήλοισιν κοτέοντε woedend op elkaar Il. 3.345; κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει pottenbakker is boos op pottenbakker Hes. Op. 25; met gen.:; ἀπάτης κοτέων boos over het bedrog Il. 4.168; met acc.: κοτεσσαμένη τό γε θυμῷ, οὕνεκ’ wrokkend over het feit dat Il. 14.191.

Russian (Dvoretsky)

κοτέω: (только praes., part. aor. и part. pf.) тж. med. гневаться, сердиться, злиться: κοτέουσα Hom. разгневанная (Афина); κ. τινος Hom., τινι Hom., Hes. и ἀμφί τινος Hes. негодовать на кого(что)-л., сердиться из-за чего-л.; κεκοτηότι θυμῷ Hom. с негодующим сердцем; κεραιιεὺς κεραμεῖ κοτέει погов. Hes. гончар питает злобу к гончару (как к сопернику).

Greek (Liddell-Scott)

κοτέω: Ἐπικ. ῥῆμα εὔχρηστον ἐν τοῖς κατωτ. σημειουμένοις τύποις ἄνευ διακρίσεως φωνῆς (κότος). Φυλάττω πάθος κατά τινος, ὀργίζομαι, μετὰ δοτ. προσώπ., κοτεσσάμενος Τρώεσσιν Ἰλ. Ε. 177, πρβλ. Σ. 367· Τυδέος υἷι κοτέσσατο Φοῖβος Ψ. 383· τῷ δ’ ἂρ Ἀχαιοὶ ἐκπάγλως κοτέοντο Β. 223· τοῖσίν τε κοτέσσεται (Ἐπικ. ἀντὶ κοτέσηται) Ε. 747., Θ. 391, Ὀδ. Α. 101· λέοντε δύω ἀμφὶ κταμένης ἐλάφοιο ἀλλήλοις κοτέοντε Ἡσιόδ. Ἀσπ. Ἡρ. 402· παροιμ., κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων ὁ αὐτ. ἐν Ἔργ. κ. Ἡμ. 25· ― μετὰ γεν. πράγμ., ἀπάτης κοτέων..., ὀργιζόμενος ἐπὶ τῇ ἀπάτῃ, Ἰλ. Δ. 168· ὡσαύτως κοτεσσαμένη τόγε θυμῷ, οὕνεκα..., Ξ. 191· ― ἀπολ., οὐδ’ ὄθομαι κοτέοντος Α. 181, πρβλ. Ψ. 391· κεκοτηότι θυμῷ, μὲ ψυχὴν πλήρη ὀργῆς, Φ. 456, Ὀδ. Ι. 501., Τ. 71· ἀόρ. κοτέσσασα, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 255.

English (Autenrieth)

perf. part. κεκοτηώς, mid. aor. κοτέσσατο: be angry with, τινί, also w. causal gen., Il. 4.168.

English (Slater)

κοτέω be angry with c. dat. ]λαῶν ξενοδαίκτα βασιλῆος ἀτασθαλίᾳ κοτέων θαμά sc. Ἡρακλέης fr. 140a. 57 (31). ]κοτέσσατ' επ[ Δ. 4. b. 7.

Greek Monolingual

κοτέω (Α) κότος
1. είμαι οργισμένος με κάποιον, τρέφω οργή, έχθρα, μίσος, οργίζομαι (α. «τῆσδ' ἀπάτης κοτέων», Ομ. Ιλ.
β. «εἰ μή τις θεός ἐστι κοτεσσάμενος Τρώεσσιν», Ομ. Ιλ.)
2. φθονώ, τρέφω αντιζηλία («κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων», Ησίοδ.).

Greek Monotonic

κοτέω: μτχ. παρακ. κεκοτηώς — Μέσ., κοτέομαι, Επικ. μέλ. κοτέσσομαι, γʹ ενικ. αορ. αʹ κοτέσσατο· (κότοςκρατώ κακία σε κάποιον, με γεν. ἀπάτης κοτέων, οργισμένος με το τέχνασμα, σε Ομήρ. Ιλ.· απόλ., είμαι θυμωμένος, σε Όμηρ.

Middle Liddell

κότος
to bear a grudge against, c. gen., ἀπάτης κοτέων angry at the trick, Il.: absol. to be angry, Hom.

German (Pape)

Groll (κότος) hegen, zürnen; absol., οὐδ' ὄθομαι κοτέοντος Il. 1.180, wie 23.391; τῆς δ' ἀπάτης κοτέων, über den Betrug zürnend, 4.167; auch λέοντε δύω ἀμφὶ κταμένης ἐλάφοιο ἀλλήλοις κοτέοντε, Hes. Sc. 402; c. dat., κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει, dem folgdn φθονέω entsprechend, mißgünstig, neidisch sein, O. 25; κεκοτηότι θυμῷ, Od. 9.501, 19.71 und sp.D., wie Ap.Rh.; κεκοτηότε δηριάασθον 2.89; sonst nur noch aor. κοτέσασα, H.h. Cer. 254. – Häufiger im med.; τῷ δ' ἄρ' Ἀχαιοὶ ἐκπάγλως κοτέοντο νεμέσσηθέν τ' ἐνὶ θυμῷ Il. 2.223; aor. ἐκοτεσσάμην, ich geriet in Zorn; c. dat., οὐκ ὄφελον Τρώεσσι κοτεσσαμένη κακὰ ῥάψαι Il. 18.367; Τυδέος υἷϊ κοτέσσατο Φοῖβος 23.383, vgl. 5.177, Od. 5.146; auch κοτεσσαμένη τόγε θυμῷ, οὕνεκα, darüber in Zorn geraten, daß, Il. 14.191; Il. 5.747, 8.391, Od. 1.101 ἔγχος βριθὺ μέγα στιβαρόν, τῷ δάμνησι στίχας ἀνδρῶν ἡρώων, τοῖσίν τε κοτέσσεται ὀβριμοπάτρη, die Heroen, gegen welche sie in Zorn geraten ist; κοτέσσεται nicht futur., sondern konjunkt. aor., τοῖσίν τε κοτέσσεται = οἷς ἂν κοτέσηται, Bedingungssatz.