διαβλέπω
Μαστιγίας ἔγχαλκος, ἀφόρητον κακόν → Pecuniosus verbero, malum maximum → Ein reicher Taugenichts, wie unerträglich schlimm
English (LSJ)
A stare with eyes wide open, Pl.Phd.86d, Arist.Insomn. 462a13; δ. εἴς τινα, πρός τινα, Plu.Alex.14, 2.548b. 2 see clearly, Dionys.Com.2.13; ἐν τοῖς σκοτεινοῖς Phld.Rh.1.252S., cf. Luc.Merc. Cond.22: c. inf., διαβλέψεις ἐκβαλεῖν τὸ κάρφος Ev.Matt.7.5.
Spanish (DGE)
1 intr. mirar fijamente διαβλέψας οὖν ὁ Σωκράτης ... καὶ μειδιάσας Pl.Phd.86d, οὐδὲ διαβλέπειν συμφέρει πολὺν χρόνον Hp.Vid.Ac.9, ἐνίοις γε τῶν νεωτέρων καὶ πάμπαν διαβλέπουσιν a algunos de los más jóvenes que miran con los ojos muy abiertos Arist.Insomn.462a13, εἰς τὸν Ἀλέξανδρον Plu.Alex.14, ἐπιστάντες σιωπῇ καὶ πρὸς ἀλλήλους διαβλέψαντες Plu.2.548b, cf. 735c, 760a, Phil.20
•fig., c. ac. ἀλύπως διαβλέπειν τὰ τοιαῦτα afrontar tales hechos sin desasosiego Plu.2.36e.
2 intr. ver con claridad θαυμάζοντα, πῶς ἐν μὲν τοῖς σκοτεινοῖς καὶ δυσκόλοις δύνανται διαβλέπειν Phld.Rh.1.252, cf. Luc.Merc.Cond.22, οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν ... φυλάττοντος Plu.2.135b, cf. Eu.Marc.8.25, διαβλέπω σχεδόν τι λοιπὸν συνήθως casi veo bien como de costumbre Hld.7.16.3
•fig. διαβλέψαι τί που Dionys.Com.2.13, ὁ τεχνίτης διαβλέπων ἐν τοῖς τεχνικοῖς θεωρήμασι S.E.M.1.32.
3 c. inf. intentar, ver de διαβλέψεις ἐκβαλεῖν τὸ κάρφος ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ τοῦ ἀδελφοῦ σου Eu.Matt.7.5, cf. Eu.Luc.6.42.
French (Bailly abrégé)
regarder d'un œil pénétrant, regarder fixement.
Étymologie: διά, βλέπω.
Russian (Dvoretsky)
διαβλέπω:
1 пристально смотреть, всматриваться, разглядывать (εἴς и πρός τινα, ἀλύπως τι Plut.): διαβλέψας (v.l. διαβλεψάμενος) ἔφη Plat. обведя (нас) взглядом, он сказал;
2 отчетливо видеть (πάμπαν διαβλέποντες Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
διαβλέπω: βλέπω κατ’ εὐθεῖαν ἀτενῶς, Πλάτ. Φαίδωνι 86D, Ἀριστ. Ἐνυπν. 3, 13· δ. εἴς τινα, πρός τινα Πλούτ. Ἀλεξ. 14., 2. 548Β. 2) βλέπω καθαρῶς, σαφῶς, Διονύσ. Θεσμ. 1. 13.
English (Strong)
from διά and βλέπω; to look through, i.e. recover full vision: see clearly.
English (Thayer)
future διαβλεψω; 1st aorist διεβλεψα; to look through, penetrate by vision;
a. to look fixedly, stare straight before one (Plato, Phaedo, p. 86d.): διεβλεψε, of a blind man recovering sight, T WH Tr text (some refer this to b.).
b. to see clearly: followed by an infinitive expressing the purpose, Aristotle, Plutarch)
Greek Monolingual
(AM διαβλέπω)
1. βλέπω διά μέσου άλλου
2. συμπεραίνω μετά από οξυδερκή και προσεκτική παρατήρηση
αρχ.
1. βλέπω κάτι από εποπτική θέα με μεγάλη προσοχή
2. βλέπω με σαφήνεια, με διαύγεια, καθαρά
3. προσβλέπω, κοιτάζω.
Greek Monotonic
διαβλέπω: μέλ. -ψω, βλέπω με οξύ βλέμμα, σε Πλάτ.
Middle Liddell
fut. ψω
to look straight before one, Plat.
Chinese
原文音譯:diablšpw 笛阿-不累坡
詞類次數:動詞(2)
原文字根:經過-投 觀看
字義溯源:看透了,專心注視,定睛看,看清楚;由(διά)*=通過)與(βλέπω)*=看見)組成
出現次數:總共(3);太(1);可(1);路(1)
譯字彙編:
1) 能看得清楚(1) 路6:42;
2) 他定睛一看(1) 可8:25;
3) 你才能看得清楚(1) 太7:5
German (Pape)
durchschauen; bei Plat. Phaed. 86d = starr vor sich hinblicken, wo früher διαβλεψάμενος, jetzt διαβλέψας gelesen wird; scharf hinsehen, Arist. somn. 3; εἴς τινα, Plut. Alex. 14; auch πρὸς ἀλλήλους, S. N. V. 1; und τί, aud. poet. g.E.