τρύπανον
τὸ δ' ἐξαίφνης τὸ ἐν ἀναισθήτῳ χρόνῳ διὰ μικρότητα ἐκστάν → suddenly refers to what has departed from its former condition in a time imperceptible because of its smallness
English (LSJ)
[ῡ], τό, a carpenter's tool,
A borer, auger, rotated by a thong (cf. τρυπάω), Od.9.385, cf. Pratin.Lyr.1.14, E.Cyc.461, Pl. Cra.388a, Nicoch.9, AP6.205 (Leon.); the boring-point of a siege engine, Aen.Tact.32.5.
II a surgical instrument, trepan, trephine Hp. VC18; τρύπανον ὀξὺ καὶ εὐθύ the straight-pointed trepan, Gal.19.129; τρύπανον ἀβάπτιστον, another kind with a guard to prevent its piercing to the brain, Id.10.447.
III fire-drill (v. πυρεῖον 1), ἀχάλκευτα τρύπανα S.Fr.708, cf. Thphr.HP5.9.7, Ign.64.
IV τρύπανα, τά, metaph., fellows who will do nothing without driving, Crates ap. Stob.3.4.50.
2 metaph. of Pan, sens. obsc., Call.Fr.412.
German (Pape)
[Seite 1156] τό, der Bohrer der Tischler u. Zimmerleute; Od. 9, 385, wo man es am Gleichniß sieht, daß ein großer Bohrer gemeint ist, der wie unser Drellbohrer vermittelst eines durch den Griff gezogenen Bogens oder Riemens, τρυπανία, gedreht wird; ἑλκεσίχειρ, Philp. 15 (VI, 103); περιαγές, Leon. Tar. 28 (VI, 204); εὐδίνητον, id. 4 (VI, 205); Eur. Cycl. 460; u. in Prosa, Plat. Crat. 388 a. – Auch ein chirurgisches Instrument, zum Trepaniren, Durchbohren der Hirnschale, ὀξὺ καὶ εὐθύ, der gerade, spitzige Persorativtrepan; ἀβάπτιστον, eine andere Art, bei welcher durch eine besondere Vorrichtung das Eindringen in die Hirnhäute verhindert ward. – Auch das Reibholz zum Feueranmachen, Soph. frg. 640 bei Hesych.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
tarière.
Étymologie: τρυπάω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
τρύπανον -ου, τό [τρύω] boor; geneesk. schedelboor.
Russian (Dvoretsky)
τρύπᾰνον: (ῡ) τό
1 сверло, бурав Hom., Eur., Plat., Arst. etc.;
2 щепка для добывания огня трением Soph.
Greek (Liddell-Scott)
τρύπᾰνον: [ῡ], τό, ἐργαλεῖον τεκτονικὸν δι’ οὗ ἀνοίγονται τρῦπαι, κοινῶς τρυπάνι, ἀρίδα, Λατ. terebra, ἐκίνουν δὲ αὐτὸ δι’ ἱμάντος, (ἰδὲ ἐν λ. τρυπάω), Ὀδ. Ι. 385, πρβλ. Πρατίν. 1. 16, Εὐρ. Κύκλ. 461, Πλάτ. Κρατ. 388Α, Ἀνθ. Π. 6. 205. ΙΙ. χειρουργικόν τι ἐργαλεῖον, εἶδος κυκλοτεροῦς πρίονος, «κεφαλοτρύπανον» εἰς διάτρησιν τοῦ κρανίου, ἀφεῖναι τοῦ αἵματος τρυπῶντα τὸ ὀστέον σμικρῷ τρυπάνῳ Ἱππ. περὶ τῶν ἐν Κεφαλῇ Τρωμάτ. 911. 7· τρ. ὀξὺ καὶ εὐθὺ ὁ αὐτ. ἐν τῷ Γαλην. Λεξ.· τρ. ἀβάπτιστον, ἕτερον εἶδος ἔχον καὶ φυλακτῆρα ὥστε νὰ μὴ διατρυπήσῃ καὶ τὸν ἐγκέφαλον, Γαλην. ΙΙ. τεμάχιον ξύλου, δι’ οὗ ἀνῆπτον πῦρ (ἴδε πυρεῖον Ι), τρύπανα ἀχάλκευτα, «ἀχάλκευτα τρύπανα, τὰ φρύγια πυρεῖα. Σοφοκλῆς Φινεῖ δευτέρῳ» Ἡσύχ. (Σοφ. Ἀποσπ. 640). IV. τρύπανα, τά, μεταφ., ἀντὶ ἀνόητοι, ἄνθρωποι μηδὲν δυνάμενοι νὰ πράξωσιν ἀφ’ ἑαυτῶν, ἐὰν μὴ ὑπάρχῃ τις ὁ διευθύνων καὶ ὁδηγῶν καὶ ἐξαναγκάζων, Κράτης παρὰ Στοβ. σ. 55. 43.
English (Autenrieth)
auger, drill, of the carpenter, turned by a bow and string, Od. 9.385†. (The cut is from an ancient Egyptian representation.)
Greek Monolingual
τρυπάνι, το / τρυπάνιον, ΝΜΑ τρύπανον
νεοελλ.
1. εργαλείο από χάλυβα με ελικωτό στέλεχος το οποίο καταλήγει σε αιχμή και χρησιμεύει στη διάνοιξη οπών σε ξύλα ή μέταλλα, τρύπανο, δράπανο
2. (κατ' επέκτ.) καθετί που μοιάζει ως προς το σχήμα με το παραπάνω εργαλείο
μσν.-αρχ.
(με υποκορ. σημ.) μικρό τρύπανο.
Greek Monotonic
τρύπᾰνον: [ῡ], τό, εργαλείο ξυλουργού, τρυπάνι, γεωτρύπανο, Λατ. terebra, το οποίο κινούνταν με ιμάντα, σε Ομήρ. Οδ., Ευρ.
Middle Liddell
τρῠ́πᾰνον, ου, τό,
a carpenter's tool, a borer, auger, Lat. terebra, worked by a thong, Od., Eur.
English (Woodhouse)
Wikipedia EN
A trephine (/trɪˈfaɪn/; from Greek trypanon, meaning an instrument for boring) is a surgical instrument with a cylindrical blade. It can be of one of several dimensions and designs depending on what it is meant to be used for. They may be specially designed for obtaining a cylindrically shaped core of bone that can be used for tests and bone studies, cutting holes in bones (i.e., the skull) or for cutting out a round piece of the cornea for eye surgery. A cylindrically shaped core of bone (or bone biopsy) obtained with a bone marrow trephine is usually examined in the histopathology department of a hospital under a microscope. It shows the pattern and cellularity of the bone marrow as it lay in the bone and is a useful diagnostic tool in certain circumstances such as bone marrow cancer and leukemia.
Wikipedia PT
A trefina ( /trɪˈfaɪn/; do latim trypan, que significa furo) é um instrumento cirúrgico com uma lâmina cilíndrica. Pode ter várias dimensões e concepções dependendo para o que vai ser utilizado. Podem ser especialmente concebidos para a obtenção de um núcleo em forma cilíndrica do osso, que pode ser usado para testes e estudos do osso, cortar orifícios nos ossos (ou seja, o crânio) ou para cortar uma parte em volta da córnea para cirurgia ocular.