σφάκελος

From LSJ
Revision as of 13:10, 29 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}}\n)" to "$3$1$2")

ἀρετὰ γὰρ ἐπαινεομένα δένδρον ὣς ἀέξεται → for virtue that is praised grows like a tree, praised virtue will grow like a tree

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σφᾰκελος Medium diacritics: σφάκελος Low diacritics: σφάκελος Capitals: ΣΦΑΚΕΛΟΣ
Transliteration A: sphákelos Transliteration B: sphakelos Transliteration C: sfakelos Beta Code: sfa/kelos

English (LSJ)

ὁ, A gangrene, mortification, or, of bones, caries, Hp.Aph.7.78; τοῦ ἐγκεφάλου Id. Aër.10 (pl.); so called when farther advanced than γάγγραινα, cf. Gal.2.632, 18(1).687. 2 generally, spasm, convulsion, A.Pr.878 (anap.); κατὰ δ' ἐγκέφαλον πηδᾷ σ. E.Hipp.1352 (anap.): metaph., σφάκελος ἀνέμων, the convulsive fury of winds, A.Pr.1045 (anap.). 3 the middle finger, Suid.s.v. σφακελισμός; so σφάκηλος (or φάκηλος) PLond.1821.297.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
1 gangrène sèche;
2 douleur violente avec convulsions ; convulsion ; fig. tourmente, tempête.
Étymologie: DELG terme techn. médic.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σφάκελος -ου, ὁ gangreen, afsterving. spasme, stuiptrekking:; κατά … ἐγκέφαλον πηδᾷ σφάκελος een stuiptrekking springt door mijn hersenen Eur. Hipp. 1352; overdr.. σ. ἀγρίων ἀνέμων heftige stoten van wilde winden Aeschl. PV 1045.

German (Pape)

ὁ, Entzündung der fleischigen Teile des Leibes, kalter Brand, wie γάγγραινα. Frostschaden, Erfrieren der Glieder; der Brand der Bäume; übertragen heftiger Schmerz, und das Äußern desselben durch Zucken und krampfhafte Bewegung, Medic.; so auch ὑπό μ' αὖ σφάκελος καὶ φρενοπληγεῖς μανίαι θάλπουσι, Aesch. Prom. 880; auch ἀνέμων σφ., der gewaltige Andrang der Stürme, 1047.

Russian (Dvoretsky)

σφάκελος: (ᾰ) ὁ
1 досл. сухая гангрена, костоеда, перен. жгучая боль, терзание, мука Aesch., Eur.;
2 судороги Aesch., Eur.: σ. ἀνέμων Aesch. бешеные вихри.

Greek Monolingual

(I)
ο, ΝΑ
νεοελλ.
νεκρωτικός ιστός που βρίσκεται σε εξέλιξη προς την αποβολή του, όπως στη γάγγραινα του δέρματος
αρχ.
1. (για οστά) σήψη
2. σπασμώδης κίνηση, σπασμός («ὑπό μ' αὖ σφάκελος καὶ φρενοπληγεῖς μανίαι θάλπουσι», Αισχύλ.)
3. φρ. «σφάκελος ἀνέμων» — η ορμητική κίνηση τών ανέμων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός ιατρικός όρος άγνωστης ετυμολ. με επίθημα -ελος (πρβλ. πύ-ελος, σκόπ-ελος). Η σύνδεση του τ. με το αρχ. άνω γερμ. spachen «σχίζω» δεν φαίνεται πιθανή].
(II)
ο, ΝΜΑ, και σφάκηλος και φάκηλος Α
νεοελλ.-μσν.
1. υβριστική χειρονομία που γίνεται με ανοιχτή παλάμη, φάσκελο, μούντζα
2. υβριστική χειρονομία η οποία γίνεται με κλειστή την παλάμη σε θέση πυγμής ενώ το μεγάλο δάχτυλο διέρχεται μεταξύ του λιχανού και του μέσου
αρχ.
το μεσαίο δάχτυλο του χεριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. σφάκελος αποτελεί πιθανότατα διαφορετική μορφή του τ. φάκελος (πρβλ. φαλάγγίον: σφαλάγγι) ενώ οι τ. σφάκηλος και φάκηλος εσφ. γρφ. του σφάκελος. Από το αρχ. σφάκελος έχει σχηματιστεί με μετάθεση του -σ- ο νεοελλ. τ. φάσκελο (βλ. λ. φάκελος και φάσκελο)].

Greek Monotonic

σφάκελος: [ᾰ], ὁ, γάγγραινα, σηψαιμία, απονέκρωση· και για οστά, νέκρωση, οστεοπόρωση· γενικά, σπασμός, σφαδασμός, σε Αισχύλ., Ευρ.· μεταφ., σφάκελος ἀνέμων, σφοδρή μανία και ορμή των ανέμων, σε Αισχύλ.

Greek (Liddell-Scott)

σφάκελος: [ᾰ], ὁ, γάγγραινα, νέκρωσις, καὶ ἐπὶ ὀστῶν ξήρανσις καὶ νέκρωσις, Ἱππ. Ἀφ. 1261· τοῦ ἐγκεφάλου ὁ αὐτ. π. Ἀέρ. 287· ὁ τεχνικὸς ὅρος εἶναι γάγγραινα, πρβλ. Γαλην. 2. 263. 2) καθόλου, σπασμός, σπασμώδης κίνησις, σφαδασμός, Αἰσχύλ. Πρ. 878· κατὰ δ’ ἐγκέφαλον πηδᾷ σφ. Εὐριπ. Ἱππ. 1353· μεταφορ., σφ. ἀνέμων, ἡ σπασμώδης μανία καὶ ὁρμὴ τῶν ἀνέμων, Αἰσχύλ. Πρ. 1046. - Ἴδε Κόντου Παρατηρήσεις εἰς Ἀριστ. Ἀθην. Πολιτείαν τομ. Γ΄, σ. 365.

Frisk Etymological English

1. Grammatical information: m.
Meaning: caries, gangrene, necrosis (Hp., Gal.), also twitching pain, cramp (A. Pr. 878, 1045, E. Hipp. 1352, everywhere anap.).
Derivatives: σφακελώδης gangrenous (medic.), σφακελίζω, (ἐπισφακελίζω, ἀποσφακελίζω) to suffer from caries or gangrene (Hdt. Hp., a.o.), rarely to sense a twitching pain, cramp (Cratin., Pherecr., Plu.), with σφακελισμός m. caries, gangrene (Hp., Arist., Thphr. [cf. Strömberg Theophrastea 191]), heavy pain (Stoic.), epilepsy (Hippiatr.); ἐπι-, ἀποσφακέλισις f. gangrene (Hp.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Formation like σκόπελος, πύελος a.o.; further unclear. The word was prob. orig. a medical expression (Chantraine Form. 244; diff. Solmsen Wortforsch. 5 and Persson Beitr. 1, 396). Starting from a meaning convulsions, c. with pain, Persson seeks connection with MHG spachen split, LG spaken burst, putrefy etc.; justified criticism by WP. 2, 652. -- Cf. σφάκος, σφήξ, φάκελος.

Middle Liddell

σφάκελος, ὁ,
gangrene:—generally, a spasm, convulsion, Aesch., Eur.: metaph., σφ. ἀνέμων the convulsive fury of winds, Aesch.

Frisk Etymology German

σφάκελος: {sphákelos}
Grammar: m.
Meaning: Knochenfraß, Fäulnis, Brand (Hp., Gal.), auch zuckender Schmerz, Krampf (A. Pr. 878, 1045, E. Hipp. 1352, überall anap.).
Derivative: Davon σφακελώδης brandartig (Mediz.), -ίζω (ἐπι-, ἀπο-) ‘den Knochenfraß od. Brand haben’ (Hdt. Hp., Pl., Arist., Thphr., LXX u.a.), selten einen zuckenden Schmerz, Krampf empfinden (Kratin., Pherekr., Plu.), mit -ισμός m. Knochenfraß, Brand (Hp., Arist., Thphr. [vgl. Strömberg Theophrastea 191]), heftiger Schmerz (Stoik.), Epilepsie (Hippiatr.); ἐπι-, ἀποσφακέλισις f. Brand (Hp.).
Etymology: Bildung wie σκόπελος, πύελος u.a.; sonst dunkel. Das Wort war wohl ursprünglich ein medizinischer Fachausdruck (Chantraine Form. 244; anders Solmsen Wortforsch. 5 und Persson Beitr. 1, 396). Von einer Bed. zuckende Bewegung, zuckender Schmerz ausgehend, sucht Persson Anschluß an mhd. spachen spalten, ndd. spaken bersten, faulen u. a. m.; berechtigte Kritik bei WP. 2, 652. — Vgl. σφάκος, σφήξ, φάκελος.
Page 2,827

Translations

gangrene

Afrikaans: kouevuur; Albanian: gangrenë; Arabic: غَنْغْرِينَة‎, غَرْغْرِينَا‎; Armenian: գանգրենա; Basque: haratustel; Belarusian: гангрэна; Bulgarian: гангрена; Chinese Cantonese: 壞疽, 坏疽; Mandarin: 壞疽, 坏疽; Czech: gangréna, sněť; Danish: koldbrand, gangræn or; Dutch: gangreen, koudvuur; Esperanto: gangreno; Faroese: kolubrandur; Finnish: kuolio, gangreeni; French: gangrène; Georgian: განგრენა; German: Gangrän, Wundbrand, Brand; Greek: γάγγραινα; Ancient Greek: γάγγραινα, σφάκελος; Hindi: कोथ; Hungarian: gangréna; Icelandic: ýldudrep, átudrep, brandur, kolbrandur, drep í holdi; Indonesian: gangren; Italian: cancrena; Japanese: 壊疽; Kazakh: гангрена; Khmer: ដំបៅរលួយ; Korean: 회저(壞疽); Latin: gangraena; Macedonian: гангрена; Maori: kikohunga; Marathi: कोथ; Mongolian: үхжил; Navajo: naałdzid, iʼniiyą́ą́ʼ; Nepali: सइनको घाउले; Norwegian Bokmål: koldbrann, gangren; Nynorsk: kaldbrann, gangren; Persian: قانقاریا‎; Polish: zgorzel, gangrena; Portuguese: gangrena; Romanian: cangrenă; Russian: гангрена; Serbo-Croatian Cyrillic: гангрена; Roman: gangrena; Slovak: gangréna; Slovene: gangrena; Spanish: gangrena; Swedish: kallbrand, gangrän or; Tagalog: ganggrena; Tibetan: འདྲུལ་བ; Turkish: kangren; Ukrainian: гангрена; Vietnamese: bệnh thối hoại; Welsh: madredd