δακρυπλώω

From LSJ
Revision as of 13:56, 29 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?) (\[)([\p{Greek}]+), ([\p{Greek}]+)(\])" to "$1 [$3, $4$5")

οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δακρυπλώω Medium diacritics: δακρυπλώω Low diacritics: δακρυπλώω Capitals: ΔΑΚΡΥΠΛΩΩ
Transliteration A: dakryplṓō Transliteration B: dakryplōō Transliteration C: dakryploo Beta Code: dakruplw/w

English (LSJ)

(πλέω) swim with tears, of drunken men, Od.19.122.

Spanish (DGE)

navegar en un mar de lágrimas δακρυπλώειν βεβαρηότα με φρένας οἴνῳ que ... con la cabeza pesada por el vino navego en un mar de lágrimas, Od.19.122, cf. Hsch.

German (Pape)

[Seite 519] eigtl. in Thränen schwimmen; von Trunkenen, denen die Augen übergehen; Od. 19, 122 φῇ δὲ δακρυπλώειν βεβαρηότα με φρένας οἴνῳ, ἅπαξ εἰρημέν.

French (Bailly abrégé)

seul. prés. inf.
nager dans les larmes en parl. d'un homme ivre, dont les yeux sont humides.
Étymologie: δάκρυ, πλόος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δακρυπλώω [δάκρυ, πλέω] in tranen zwemmen:. δακρυπλώειν βεβαρηότα... οἴνῳ overmand door wijn de ogen vol tranen hebben Od. 19.122.

Russian (Dvoretsky)

δακρυπλώω: обливаться (пьяными) слезами Hom.

English (Autenrieth)

swim with tears; of effect of intoxication on the eyes, Od. 19.122†. (Also written as two words.)

Greek Monolingual

δακρυπλώω (Α)
(για μεθυσμένους) πλέω, κολυμπώ στα δάκρυα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δάκρυ + πλώω «κολυμπώ, πλέω»].

Greek Monotonic

δακρυπλώω: (πλέω), «κολυμπώ στα δάκρυα», πλέω στα δάκρυα, είμαι βουτηγμένος στα δάκρυα, λέγεται για μέθυσους, σε Ομήρ. Οδ.

Greek (Liddell-Scott)

δακρυπλώω: (πλέω) πλέω, κολυμβῶ εἰς τὰ δάκρυα, ἐπὶ μεθύσων, Ὀδ. Τ. 122· ἡ κατὰ διάστασιν γραφὴ ὀρθοτέρα.

Middle Liddell

πλέω
to swim with tears, of a drunkard, Od.