πρόπυλον

From LSJ
Revision as of 14:01, 29 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?) (\[)([\p{Greek}]+), ([\p{Greek}]+)(\])" to "$1 [$3, $4$5")

Τί ὕπνος; Καμάτων ἀνάπαυσις, ἰατρῶν κατόρθωμα, δεδεμένων λύσις, ἀγρυπνούντων σοφία, νοσούντων εὐχή, θανάτου εἰκών, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πάσης πνοῆς ἡσυχία, πλουσίων ἐπιτήδευμα, πενήτων ἀδολεσχία, καθημερινὴ μελέτη. → What is sleep? Rest from toil, the success of physicians, the release of those who are bound, the wisdom of the wakeful, what sick men pray for, an image of death, the desire of those who toil in hardship, the rest of all the spirit, a principal occupation of the rich, the idle chatter of poor men, a daily object of concern.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρόπυλον Medium diacritics: πρόπυλον Low diacritics: πρόπυλον Capitals: ΠΡΟΠΥΛΟΝ
Transliteration A: própylon Transliteration B: propylon Transliteration C: propylon Beta Code: pro/pulon

English (LSJ)

τό, freq. in plural, = προπύλαια, Hdt.2.91, Hp.Epid.4.42, S.El. 1375, E.HF523, etc.: in sg., IG12.891, Arist.Ath.15.4, AP6.114 (Simm.), IG22.1046. 13, Inscr. in PFay.p.32, Plu.2.363f, etc.

German (Pape)

[Seite 741] τό, wie προπύλαιον, der Vorhof; Soph. El. 1367; Eur. Herc. Fur. 523, τὰ πρόπυλα τῆς εἰς Πλούτωνος ὁδοῦ, Plat. Ax. 371 b.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
vestibule d'un temple, d'un palais.
Étymologie: πρό, πύλη.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πρόπυλον -ου, τό [πρό, πύλη] meestal plur., poortgebouw (voor een tempel).

Russian (Dvoretsky)

πρόπῠλον: τό тж. pl. Her., Soph. etc. = προπύλαιον.

Greek Monotonic

πρόπῠλον: τό (πύλη), στον πληθ. όπως προπύλαια, σε Ηρόδ., Σοφ. κ.λπ.· στον ενικ., σε Ανθ.

Greek (Liddell-Scott)

πρόπῠλον: τό, (πύλη) τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., ταυτόσημον τῷ προπύλαια, τά, Ἡρόδ. 2. 91, Ἱππ. 1136C, Σοφ. Ἠλ. 1375, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 523, κτλ.· ἐν τῷ ἑνικῷ, Ἀνθ. Π. 6. 114, Πλούτ. 2. 363F, Συλλ. Ἐπιγρ. 2661, 3192, κ. ἀλλ.

Middle Liddell

πρόπῠλον, ου, τό, πύλη
in pl., like προπύλαια, Hdt., Soph., etc.; in sg., Anth.