Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

προσνίσσομαι

From LSJ
Revision as of 08:49, 10 December 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(btext.*?<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+) :" to "$1 $2, $3 :")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Λύπης ἰατρός ἐστιν ἀνθρώποις λόγος – For men reason is a healer of grief – Für Menschen ist der Trauer Arzt allein das WortMaeroris unica medicina oratio.

Menander, Sententiae, 452

German (Pape)

[Seite 773] hinzugehen, -kommen, εἰς, Il. 9, 381, in dor. Form ποτινίσσομαι, wie Pind. Ol. 6, 99; in feindlichem Sinne, anrücken, Soph. Ant. 129.

French (Bailly abrégé)

seul. prés.
1 s'avancer vers, s'approcher : τινά, de qqn;
2 s'avancer contre.
Étymologie: πρός, νίσσομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσνίσ(σ)ομαι, poët. ποτινίσ(σ)ομαι [προσνέομαι] naar... toegaan: met acc.. θεοὺς ὁσίαις θοίναις ποτινισομένα de goden met heilige feestmalen benaderend Aeschl. PV 530.

Russian (Dvoretsky)

προσνίσσομαι: дор. ποτῐνίσσομαι (только praes.)
1 подходить, приходить (ἐς Ὀρχομενόν Hom.; οἴκαδε Pind.): θεοὺς ὁσίαις θοίναις π. Aesch. приближаться к богам со священными пиршественными дарами;
2 устремляться, нападать (ῥεύματι πολλῷ Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

προσνίσσομαι: ἀποθ., εἰσάγομαι εἰς ὅσ’ ἐς Ὀρχομενὸν πρτινίσσεται (ἐν τῷ Δωρικ. τύπῳ...,) Ἰλ. Ι. 381· ἐν τῷ Δωρ. τύπῳ, οἴκοθεν οἴκαδ’ ἀπὸ Στυμφαλίων τειχέων ποτινισσόμενον, «παραγινόμενον» (Σχολ.), Πινδ. Ο. 6. 167· - ὡσαύτως, θεοὺς θοίναις ποτινισσομένα, «προσερχομένη» (Σχολ.), πλησιάζουσα πρὸς αὐτοὺς μετὰ θυσιῶν, Αἰσχύλ. Πρ. 530. ΙΙ. ἐπέρχομαι, πολλῷ ῥεύματι προσνισσομένους Σοφ. Ἀντ. 129.

English (Autenrieth)

go or come in; εἴς τι, Il. 9.381†.

Greek Monolingual

και δωρ. τ. ποτινίσσομαι Α
(αποθ.)
1. προσέρχομαιοἴκοθεν οἴκαδ' ἀπὸ Στυμφαλίων τειχέων ποτινισσόμενον», Πίνδ.)
2. πηγαίνω κοντά, πλησιάζω
3. εισάγομαι («οὐδ' ὅσ' ἐς Ὀρχομενὸν ποτινίσσεται», Ομ. Ιλ.)
4. (με εχθρική σημ.) επέρχομαι, επιτίθεμαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- / ποτί + νίσσομαι «πορεύομαι, πηγαίνω, αποχωρώ»].

Greek Monotonic

προσνίσσομαι:I. Δωρ. ποτι-νίσσομαι, μόνο στον ενεστ., αποθ., έρχομαι ή πηγαίνω σε, προσέρχομαι, πλησιάζω, σε Ομήρ. Ιλ., Πίνδ.· θεοὺς θοίναις ποτινίσσομαι, τους πλησιάζω με προσφορές, σε Αισχύλ.
II. έρχομαι εναντίον, χιμώ, σε Σοφ.

Middle Liddell

doric ποτι-νίσσομαι only in pres.]
Dep.:
I. to come or go to, Il., Pind.; θεοὺς θοίναις ποτιν. to approach them with sacrifices, Aesch.
II. to come against, Soph.