κεραμικός

From LSJ
Revision as of 07:04, 9 March 2023 by Spiros (talk | contribs)

Ἄξιόν ἐστι τὸ ἀρνίον τὸ ἐσφαγμένον λαβεῖν τὴν δύναμιν καὶ τὸν πλοῦτον καὶ σοφίαν καὶ ἰσχὺν καὶ τιμὴν καὶ δόξαν καὶ εὐλογίαν → Worthy is the Lamb that was slain to receive power, and riches, and wisdom, and strength, and honour, and glory, and blessing

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κερᾰμῐκός Medium diacritics: κεραμικός Low diacritics: κεραμικός Capitals: ΚΕΡΑΜΙΚΟΣ
Transliteration A: keramikós Transliteration B: keramikos Transliteration C: keramikos Beta Code: keramiko/s

English (LSJ)

κεραμική, κεραμικόν, ceramic, of pottery or for pottery, γῆ κεραμική = potter's earth, Hp.Int.7, cf. Sannyr.4; κεραμικὴ ῥύμη = Κεραμεικός, Ar. Ec.4; κ. κέραμος IG42(1).102.281 (Epid., iv B.C.); ὁ κεραμικὸς τροχός Str.7.3.9; κ. μάστιξ, Com.Phrase for ostracism, Com.Adesp.33; ἐργαστήριον PFlor.50.68 (iii A.D.); ἡ κεραμική (sc. τέχνη) the potter's art, pottery, Pl.Plt.288a; v. κεραμεικός.

German (Pape)

[Seite 1420] = Folgdm; ῥύμη Ar. Eccl. 4; bei Plat. Polit. 288 a ist v.l. κεραμεική, sc. τέχνη; – τροχός Strab. VII, 303, wie Plut. gen. Socr. 20 M.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
d'argile.
Étymologie: κέραμος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κεραμικός -ή -όν [κέραμος] pottenbakkers-; subst. ἡ κεραμική ( sc. τέχνη) pottenbakkerskunst; τὸ κεραμικόν = pannendak.

Russian (Dvoretsky)

κερᾰμικός: гончарный (τροχός Xen., Plut.; ῥύμη Arph.; σκεύη NT).

English (Strong)

from κέραμος; made of clay, i.e. earthen: of a potter.

English (Thayer)

κεραμικη, κεραμικον (κέραμος);
1. in classical Greek of or belonging to a potter: hence, κεραμικὴ γῆ, such as a potter uses, Hippocrates; τέχνη, Plato, polit., p. 288a.
2. in the Bible made of clay, earthen: κεραμεοῦς, κεραμεα, κεραμεουν, and κεράμιος (others κεράμειος), cf. Lob. ad Phryn., p. 147; (Winer's Grammar, 99 (94)).

Greek Monolingual

-ή, -ό (ΑΜ κεραμικός, -ή, -όν) κέραμος
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κεραμέα και στην τέχνη του («γῆ κεραμική» — χώμα κατάλληλο για το έργο του κεραμέα, Ιπποκρ.)
2. το θηλ. ως ουσ. η κεραμική (ενν. τέχνη)
η τέχνη της κατασκευής πήλινων αντικειμένων που βασίζεται στην ιδιότητα του αργίλου να δίνει με το νερό ρευστή και εύπλαστη μάζα η οποία όταν ψηθεί γίνεται σκληρή και ανθεκτική
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το κεραμικό
πήλινο αντικείμενο και ειδ. αγγείο.

Greek Monotonic

κερᾰμῐκός: -ή, -όν (κέραμος), αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κεραμική, σε Ξεν. κ.λπ.

Greek (Liddell-Scott)

κερᾰμῐκός: -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὸ ἔργον τοῦ κεραμέως, γῆ κερ., κατάλληλος διὰ τὴν ἐργασίαν τοῦ κεραμέως, Ἱππ. 535, 27, Σαννυρίων ἐν «Γέλωτι» 4· ὁ κερ. τροχὸς Στράβ. 303, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 4· κ. μάστιξ, κωμ. φράσις δηλοῦσα τὸν ὀστρακισμόν, Meineke εἰς Κωμ. Ἀποσπ. 4. 638. ― ἡ κεραμικὴ (δηλ. τέχνη), ἡ τέχνη τοῦ κεραμέως, ἡ κεραμευτική, Πλάτ. Πολιτικ. 288Α. ― Ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις συχνάκις ἡμαρτημένως φέρεται κεραμεικός, ὡς: τροχὸς τῶν κεραμεικῶν Ξεν. Συμπ. 7, 2, πρβλ. Στράβ. ἔνθ’ ἀνωτ., ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 147.

Middle Liddell

κερᾰμῐκός, ή, όν κέραμος
of or for pottery, Xen., etc.

Chinese

原文音譯:keramikÒj 咳拉米可士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:(可)握住(的)
字義溯源:陶器的,陶工的,泥作的,土製的,窯戶的;源自(κέραμος)*=陶器)
出現次數:總共(1);啓(1)
譯字彙編
1) 窯戶(1) 啓2:27

English (Woodhouse)

of pottery

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)