χρυσομανής

From LSJ
Revision as of 06:55, 8 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)]" to "πρβλ. $2$4]")

Τί ὕπνος; Καμάτων ἀνάπαυσις, ἰατρῶν κατόρθωμα, δεδεμένων λύσις, ἀγρυπνούντων σοφία, νοσούντων εὐχή, θανάτου εἰκών, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πάσης πνοῆς ἡσυχία, πλουσίων ἐπιτήδευμα, πενήτων ἀδολεσχία, καθημερινὴ μελέτη. → What is sleep? Rest from toil, the success of physicians, the release of those who are bound, the wisdom of the wakeful, what sick men pray for, an image of death, the desire of those who toil in hardship, the rest of all the spirit, a principal occupation of the rich, the idle chatter of poor men, a daily object of concern.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρυσομᾰνής Medium diacritics: χρυσομανής Low diacritics: χρυσομανής Capitals: ΧΡΥΣΟΜΑΝΗΣ
Transliteration A: chrysomanḗs Transliteration B: chrysomanēs Transliteration C: chrysomanis Beta Code: xrusomanh/s

English (LSJ)

ές, mad after gold, σπατάλη AP5.301.2 (Agath.): hence χρυσο-μᾰνέω, Suid.; χρυσο-μᾰνία, ἡ, Tz H.3.301 (pl.).

German (Pape)

[Seite 1381] ές, goldtoll, rasend auf Gold versessen, goldgierig, σπατάλη Agath. 3 (V, 302).

Russian (Dvoretsky)

χρῡσομᾰνής: помешанный на золоте, одержимый страстью к золоту (σπατάλη Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

χρυσομᾰνής: -ές, ὁ ἐμμανῶς ἀγαπῶν τὸν χρυσόν, Ἀνθ. Π. 5. 302, Ἐκκλ.· - τὸ ῥῆμα -μανέω, Σουΐδ.· - τὸ οὐσιαστ. -μανία, ἡ, Τζέτζ. Ἱστ. 3. 301.

Greek Monolingual

-ές, ΜΑ
αυτός που επιθυμεί με μανία τον πλούτο, χρυσολάτρης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + -μανής (< μαίνομαι), πρβλ. γυναιμανής].