μογερός
ἧς ἂν ἐπ' ἐλάχιστον ἀρετῆς πέρι ἢ ψόγου ἐν τοῖς ἄρσεσι κλέος ᾖ → of whom there is least talk either for praise or blame, of whom there is least notoriety among the men either for praise or blame
English (LSJ)
ά, όν, also ός, όν Nic.Al.419
A (v.l. for σμυγερός): poet. Adj. used by Trag. in anap. and lyr. (μόγος, cf. σμογερός):
I of persons, toiling, distressed, wretched, A.Pr.565, Th.827, E.Tr.783, 790, Ar.Ach. 1207; so μ. οἶκοι S.El.93. Adv. μογερῶς = unluckily, grievously Man.1.146.
II of things, toilsome, grievous, κάματοι v.l. in AP7.508 (Emp. or Simon.); ἄχεα E.Med.205; ἀκουαί ear trouble, Marc.Sid.86.
German (Pape)
[Seite 196] mühvoll, mühselig; Tragg. oft, mit δυσδαίμων vrbdn, Aesch. Spt. 809 u. sonst, wie Eur., von Menschen; auch Μοῖρα βαρυδότειρα μογερά, Aesch. Spt. 975; στυγεραὶ εὐναὶ μογερῶν οἴκων, Soph. El. 93; ἄχεα μογερά, Eur. Med. 205; bei Ar. Ach. 1168 dem στυγερός entsprechend; sp. D., wie Maneth. 4, 146, u. öfter in der Anth., σαγηνοβόλοι, Agath. 28 (VI, 167); vgl. Archi. 17 (X, 8).
French (Bailly abrégé)
ά, όν :
I. 1 pénible, fâcheux, triste;
2 malheureux, misérable;
II. qui est une cause de peine.
Étymologie: μόγος.
Russian (Dvoretsky)
μογερός:
1 несчастный, страдающий (μήτηρ Eur.);
2 мучительный (ἄχεα Eur.);
3 жестокий (Μοῖρα βαρυδότειρα Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
μογερός: -ά, -όν, ὡσαύτως ός, όν, Νικ. Ἀλεξιφ. 419· ποιητ. ἐπίθ. (πρβλ. σμυγερός), Ι. ἐπὶ προσώπων, ὁ κοπιῶν, ὁ τεθλιμμένος, ἄθλιος, δυστυχής, Αἰσχύλ. Πρ. 565, Θήβ. 827, Εὐρ. Τρῳ. 778, 785, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1207· οὕτω, μ. οἶκοι Σοφ. Ἠλ. 93. - Ἐπίρρ. -ρῶς, Μανέθων 1. 146. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, κοπώδης, θλιβερός, βαρύς, ἄχεα Εὐρ. Μήδ. 205.
Greek Monolingual
μογερός, -όν, θηλ. και -ά (Α)
1. (για πρόσωπα) ταλαίπωρος, δυστυχισμένος
2. (για πράγματα) κοπιαστικός, λυπηρός, βαρύς.
επίρρ...
μογερῶς (Α)
με μογερό τρόπο, κοπιαστικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μόγος «πόνος, ταλαιπωρία» + κατάλ. -ερός (πρβλ. φθόνος: φθονερός)].
Greek Monotonic
μογερός: -ά, -όν (μόγος),·
I. λέγεται για πρόσωπα, αυτός που μοχθεί, εξαθλιωμένος, στους Τραγ.
II. λέγεται για πράγματα, κοπιαστικός, αλγεινός, λυπηρός, σε Ευρ.
Middle Liddell
μογερός, ή, όν μόγος
I. of persons, toiling, wretched, Trag.
II. of things, toilsome, grievous, Eur.
Translations
Bulgarian: тежък, уморителен, труден, напрегнат; Catalan: laboriós; Czech: pracný; Dutch: bewerkelijk, arbeidsintensief, laborieus; Faroese: stríggin, strævin, striltin, tungur; French: laborieux; German: arbeitsintensiv, mühselig, mühsam, anstrengend, schwer; Ancient Greek: ἐπίπονος, μογερός, ἔμπονος; Irish: saothrach; Italian: laborioso; Latin: laboriosus; Old English: earfoþe; Polish: pracochłonny, mozolny; Portuguese: laborioso, trabalhoso; Romanian: laborios; Russian: трудоёмкий, трудный, тяжёлый, напряжённый, утомительный; Spanish: laborioso; Swedish: mödosam, tung