ἀστρατεία
Ἕωθεν προλέγειν ἑαυτῷ: συντεύξομαι περιέργῳ, ἀχαρίστῳ, ὑβριστῇ, δολερῷ, βασκάνῳ, ἀκοινωνήτῳ: πάντα ταῦτα συμβέβηκεν ἐκείνοις παρὰ τὴν ἄγνοιαν τῶν ἀγαθῶν καὶ κακῶν. → When you wake up in the morning, tell yourself: The people I deal with today will be meddling, ungrateful, arrogant, dishonest, jealous, and surly. They are like this because they can't tell good from evil. | Say to yourself in the early morning: I shall meet today inquisitive, ungrateful, violent, treacherous, envious, uncharitable men. All these things have come upon them through ignorance of real good and ill.
English (LSJ)
ἡ,
A exemption from service, Ar.Pax526, Ph.2.373.
2 avoidance of service, φεύγειν γραφὴν ἀστρατείας Ar.Eq.443; ἀστρατείας ἁλῶναι, ὀφλεῖν, Lys.14.7, And.1.74; γραφαὶ περὶ τῆς ἀ. Pl.Lg.943d; δίκη ἀστρατείας D.39.16.
II she that stops an invasion, of Artemis, Paus.3.25.3.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
1 exención o dispensa del servicio militar concedida por ley, Ar.Pax 526, ἕνεκα φυσικῆς ἀσθενείας Ph.2.373, cf. Sud.
2 incumplimiento del servicio militar φεύγειν γραφὴν ἀστρατείας Ar.Eq.443, ἀστρατείας ἁλῶναι Lys.14.7, D.21.58, ἀστρατείας ὀφλεῖν And.Myst.74, γραφαὶ ... περὶ τῆς ἀστρατείας Pl.Lg.943d, cf. D.59.27, Plu.2.987c, ὑπόδικος ... τῆς ἀστρατείας γιγνέσθω Pl.Lg.878d, δίκη ἀστρατείας D.39.16, cf. Lycurg.147.
German (Pape)
[Seite 377] ἡ, 1) Freiheit vom Kriegsdienst, Ar. Pax 518, komisch πνεῖς ὥσπερ ἀστρατείας καὶ μύρου, Schol. εἰρήνη. – 2) Verlassen des Kriegsdienstes, Desertion, ὑπόδικος τῆς ἀστρατείας Plat. Legg. IX, 878 d; ἀστρατείας γραφή Ar. Equ. 441; ἀστρατείας ὀφλεῖν, sc. δίκην, Andoc. 1, 74; Dem. 24, 103, öfter. Ein Beispiel einer solchen Klage ist Lys. 15 contra Alcib.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 dispense du service militaire;
2 abandon du service militaire, désertion.
Étymologie: ἀ, στρατεία.
Russian (Dvoretsky)
ἀστρᾰτεία: ἡ
1 освобожденность от военной службы Arph.;
2 уклонение от воинской повинности Arph., Lys., Plat., Dem., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἀστρᾰτεία: ἡ, ἐξαίρεσις ἀπὸ στρατιωτικῆς ὑπηρεσίας, Ἀριστοφ. Εἰρ. 526. 2) ἀποφυγὴ στρατιωτικῆς ὑπηρεσίας, ἤτις ἐν Ἀθήναις ἐθεωρεῖτο ὡς μέγα ἔγκλημα ὑποκείμενον εἰς καταδίωξιν, φεύγειν γραφὴν ἀστρατείας, κατηγορεῖσθαι ἐπὶ…, Ἀριστοφ. Ἱππ. 443· ἀστρατείας ἁλῶναι, ὀφλεῖν, καταδικασθῆναι, Λυσ. 140. 10, Ἀνδοκ. 10. 22· ὡσαύτως, αἱ τῆς ἀστρ. δίκαι Πλάτ. Νόμ. 943D, πρβλ. Δημ. 999. 6· ― πρβλ. Λεξ. Ἀρχαιοτήτ. ΙΙ. ἡ ἀναχαιτίζουσα εἰσβολήν, ἐπὶ τῆς Ἀρτέμιδος, Παυσ. 3. 25, 3.
Greek Monolingual
ἀστρατεία, η (Α) στρατεία
1. η εξαίρεση από στρατιωτική υπηρεσία
2. η αποφυγή στρατιωτικής υπηρεσίας
3. (για την Άρτεμι) αυτή που αναχαιτίζει εισβολή.
Greek Monotonic
ἀστρᾰτεία: ἡ,
1. εξαίρεση από την υπηρεσία του στρατού, σε Αριστοφ.
2. αποφυγή της υπηρεσίας του στρατού, το οποίο στην Αθήνα θεωρείτο βαρύ αδίκημα, φεύγειν γραφὴν ἀστρατείας, κατηγορούμαι για..., στον ίδ.· ἀστρατείας ἁλῶναι, ὀφλεῖν, καταδικάζομαι για..., σε Ρήτ..
Middle Liddell
1. exemption from service, Ar.
2. a shunning of service, which at Athens was a heavy offence, φεύγειν γραφὴν ἀστρατείας to be accused of it, Ar.; ἀστρατείας ἁλῶναι, ὀφλεῖν to be convicted of it, Oratt.
English (Woodhouse)
evasion of service, exception from military service, exemption from service