ψωλός
ὅτι τίς ὁ ἄνθρωπος, ὃς ἐπελεύσεται ὀπίσω τῆς βουλῆς τὰ ὅσα ἐποίησεν αὐτήν; (Ecclesiastes 2:12, LXX version) → for who is the man who, after following his own plan, will find wisdom (in) everything he has done?
English (LSJ)
ὁ, with the prepuce drawn back, Ar.Av.507 (anap.) (ubi v. Sch.), Eq.964, Pl.267, Diph.39.
German (Pape)
[Seite 1405] ὁ, Einer, dessen Ruthe sich aufgerichtet und die Eichel entblößt hat, zum Beischlafe bereit, dah. geil, wollüstig, Ar. Plut. 267 Equ. 959. – Auch ein Beschnittener, an der Vorhaut.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
circoncis, décalotté (Ar. Av. 507, Eq. 964).
Étymologie: apparenté à ψήχω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ψωλός -όν [~ ψωλή] van de penis, met zichtbare eikel besneden:; οἶμαι... καὶ ψωλὸν αὐτον εἶναι ik meen dat hij zelfs besneden is Aristoph. Plut. 267; stijf; subst.: ψωλοὶ πεδίονδε lullo’s naar het strijdveld! Aristoph. Av. 507.
Russian (Dvoretsky)
ψωλός: ὁ подвергшийся обрезанию Arph.
Greek (Liddell-Scott)
ψωλός: ὁ, περιτετμημένος, ἔχων τὴν βάλανον τοῦ αἰδοίου γυμνήν, Ἀριστοφ. Ὄρν. 507, (ἔνθα ἴδε τὸν Σχολ.), Ἱππ. 964.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α
αυτός του οποίου το πέος είναι σε στύση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα του θ. ψη- του ψήω / ψῆν «τρίβω», με επίθημα -λός (πρβλ. τραυλός)].
Greek Monotonic
ψωλός: ὁ, αυτός που έχει κάνει περιτομή, λάγνος, αυτός που έχει τη βάλανο του αιδοίου γυμνή, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
ψωλός, οῦ, ὁ,
one circumcised, lewd, Ar.
Mantoulidis Etymological
(=αὐτός πού ἔχει γυμνή τή βάλανο τοῦ αἰδοίου, ἀσελγής). Ἀπό ρίζα ψω- τοῦ ψάω ψήω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.