θέρω

From LSJ
Revision as of 11:15, 3 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θέρω Medium diacritics: θέρω Low diacritics: θέρω Capitals: ΘΕΡΩ
Transliteration A: thérō Transliteration B: therō Transliteration C: thero Beta Code: qe/rw

English (LSJ)

A heat, make hot, θέρον αὐγαὶ ἠελίου Λιβύην A.R.4.1312; θέρων ἕλκος, = θεραπεύων, Nic.Th.687:—elsewhere only in Pass. θέρομαι, fut. Med. θέρσομαι Od.19.507: aor. 2 ἐθέρην (in Ep. subj. θερέω 17.23): poet. and later Prose, become hot or warm, νήησαν ξύλα πολλά, φόως ἔμεν ἠδὲ θέρεσθαι 19.64, cf. 507; ἐπεί κε πυρὸς θερέω at the fire, 17.23; θέρου warm your self, Ar.Pl.953; ὁπόταν… τις… ποτὲ ῥιγῶν θέρηται Pl. Phlb.46c; εἶδον [Ἡράκλειτον] θερόμενον πρὸς τῷ ἰπνῷ Arist.PA645a19: impf. ἐθέροντο Philostr.VA2.18, Alciphr.1.23; θέρεσθαι πρὸς τὴν εἵλην Luc.Lex.2: metaph., θέρεσθαι πυρί, of love, Call.Epigr.27, cf. APl. 4.167 (Antip. Sid.).
2 of things, become warm, τὰ ψυχρὰ θέρεται Heraclit. 126, cf. Archel. ap. Plu.2.954f; μὴ… ἄστυ πυρὸς δηΐοιο θέρηται be burnt by fire, Il.6.331, cf. 11.667; melt, ἁ πέτρα θρυπτομένα θέρεται AP12.61. (gu̯her-, cf. θερμός, Lat. formus and prob. Engl. warm.)

German (Pape)

[Seite 1202] fut. θέρσω, wärmen, erwärmen, erst Sp., wie ὀξύταται θέρον αὐγαὶ ἠελίου Ap. Rh. 4, 1312; auch ἕλκος, Nic. Th. 687. – Gew. med. θέρομαι, θέρσομαι, aor. aus dem pass., ἐθέρην, conj. θερέω, sich erwärmen, warm, heiß werden, αὐτίκ' ἐπεί κε πυρὸς θερέω, ἀλέη τε γένηται Od. 17, 23, am Feuer, vgl. 19, 64; θερσόμενος ib. 507; aber passivisch πυρὸς δηΐοιο θέρεσθαι, vom verzehrenden Feuer verbrannt werden, Iliad. 6, 331. 11, 667; θέρου Ar. Plut. 953; öfter bei sp. D., ἁ πέτρα θέρεται Ep. ad. 22 (XII, 61), δισσῷ πυρὶ πάντα θέροιτο Antp. Sid. 31 (Plan.,167); von der Liebe, ἀρσενικῷ θέρεται πυρί Callim. 9 (V, 6). Einzeln auch in Prosa, ὁπόταν ῥιγῶν θέρηται καὶ θερμαινόμενος ἐνίοτε ψύχηται Plat. Phil. 46 c; Plut.

French (Bailly abrégé)

inus. en prose à l'Act.
1 échauffer, brûler;
2 fomenter, tenir chaud;
Moy. v. θέρομαι.

Greek (Liddell-Scott)

θέρω: (ἴδε ἐν τέλ.), θερμαίνω, ζεσταίνω, θέρον αὐγαὶ ἠελίου Λιβύην Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1312· θέρων ἕλκος = θεραπεύων, Λατ. fovens ulcus, Νικ. Θ. 687: - ἀλλαχοῦ, ΙΙ. μόνον ἐν τῷ Παθ. θέρομαι, μετὰ Μέσ. μέλλ. θέρσομαι, Ὀδ. Τ. 507· ἀόρ. β΄ ἐθέρην (ἐν Ἐπ. ὑποτακτ. θερέω ἀντὶ θερῶ, Ρ. 23): - Ποιητ. ῥῆμα (ἐν χρήσει ἐνιαχοῦ καὶ παρὰ πεζοῖς), γίνομαι ζεστός, θερμός, θερμαίνομαι, νήησαν ξύλα πολλά, φόως ἔμεν ἠδὲ θέρεσθαι Γ. 64, πρβλ. 507· ἐπεί κε πυρὸς θερέω, πυρὶ θερμανθῶ, Ρ. 23 οὕτω βραδύτερον, θέρου, θερμαίνου, ζεσταίνου, Ἀριστοφ. Πλ. 953· ὁπόταν... τις... ῥιγῶν ποτε θέρηται Πλάτ. ἐν Φιλήβ. 46C· εἶδον Ἡράκλειτον θερόμενον πρὸς τῷ ἰπνῷ Ἀριστ. Μορ. Ζ. 1. 5, 6· θέρεσθαι πρὸς τὴν εἵλην Λουκ. Λεξιφ. 2· θέρεσθαι πυρί, ἐπὶ ἔρωτος, Καλλ. Ἐπ. 26· παρατατ. ἐθέροντο Φιλόστρ. 69, Ἀλκίφρων 1. 23. 2) ἐπὶ πραγμάτων, γίνομαι θερμός, Ἀρχέλ. παρὰ Πλουτ. 2. 954F· μὴ... ἄστυ πυρὸς δηΐοιο θέρηται, μήπως καῇ διὰ πυρός, Ἰλ. Ζ. 331, πρβλ. Λ. 667. (Ἐκ τῆς √ΘΕΡ παράγονται ὡσαύτως τὰ θέρος, θερίζω, θέρμω, θερμός, θερμαίνω (ὡσαύτως ἴσως θάλπω, καὶ θεράπων, θεραπεύω)· πρβλ. Σανσκρ. ghar (lucere), ghar-mas (fervor)· Λατ. for-nus, for-nax, for-ceps, καὶ ἴσως fer-vo, ferveo, febris· Γοτθ. war-mjan (θάλπειν)· Ἀρχ. Σκανδιν. var-mr, Ἀγγλο-Σαξον. καὶ Ἀρχ. Γερμ. war-am (Ἀγγλ. warm), κτλ.)

English (Autenrieth)

pass. pres. inf. θέρεσθαι, aor. ἐθέρην, subj. θερέω, mid. fut. part. θερσόμενος: warm, be warm, warm oneself; πυρός, ‘by the fire,’ Od. 17.23; ‘burn,’ πυρός, ‘with fire,’ Il. 6.331, Il. 11.667.

Greek Monolingual

θέρω (Α)
1. θερμαίνω, ζεσταίνω
2. (συν. παθ.) θέρομαι
α) γίνομαι θερμός, θερμαίνομαι («νήησαν ξύλα πολλά, φόως ἔμεν ἠδὲ θέρεσθαι», Ομ. Οδ.)
β) (για τον έρωτα) φλέγομαι
γ) καίγομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο ενεργ. ενεστ. θέρω είναι υστερογενής και απαντά μόνο στον Απολλώνιο τον Ρόδιο και στον Νίκανδρο. Σύνηθες στην Αρχαία είναι το μέσο θέρομαι, το οποίο ανάγεται σε ΙΕ ρίζα gwher- «θερμός, ζεστός» (πρβλ. θερμός, θέρος) και συνδέεται με αρχ. ιρλ. fo-geir («ανα- θερμαίνει») (< ΙE gwhere-t). Οι άλλες γλώσσες εμφανίζουν διαφορετικούς σχηματισμούς: αρμ. ĵer-nu-m, αόρ. ĵer-ay «αναθερμαίνομαι», αρχ. σλαβ. grĕjo, grě-ti se «θερμαίνομαι»].

Greek Monotonic

θέρω:1. θερμαίνω, ζεσταίνω· Παθ., θέρομαι, με Μέσ. μέλ. θέρσομαι, αόρ. βʹ ἐθέρην, Επικ. υποτ. θερέω (αντί θερῶ
1. γίνομαι ζεστός ή θερμός, ζεσταίνομαι, σε Ομήρ. Οδ.· πυρός, στη φωτιά, στο ίδ.· θέρου, ζέστανε τον εαυτό σου, σε Αριστοφ.
2. λέγεται για πράγματα, μὴ ἄστυ πυρὸς θέρηται, μήπως η πόλη καεί με φωτιά, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

I. to heat, make hot
II. Pass. to become hot or warm, warm oneself, Od.; πυρός at the fire, Od.; θέρου warm yourself, Ar.
2. of things, μὴ ἄστυ πυρὸς θέρηται lest the city be burnt by fire, Il.

Mantoulidis Etymological

(=ζεσταίνω). Ἀπό ρίζα θερ-, ἀπό ὅπου καί τά παράγωγα: θέρος, θέρειος, θέρετρον, θερινός (=καλοκαιρινός), θερίζω, θερμός, θερμαίνω, θέρμω καί τό μέσο θέρομαι (=ζεσταίνομαι).