ἰσημερινός

From LSJ
Revision as of 06:13, 18 March 2024 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

μὴ πόνει, ὦ Ξάνθια, ἀλλὰ ἔλθε δεῦρο → Don't keep suffering, Xanthias, but come here.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰσημερινός Medium diacritics: ἰσημερινός Low diacritics: ισημερινός Capitals: ΙΣΗΜΕΡΙΝΟΣ
Transliteration A: isēmerinós Transliteration B: isēmerinos Transliteration C: isimerinos Beta Code: i)shmerino/s

English (LSJ)

ἰσημερινή, ἰσημερινόν, equinoctial, ἀνατολή, δυσμή, Arist.Mete.363a34,b1, cf. Str.2.1.11; σκιά Hipparch.1.3.6, cf. Str.2.1.20; ζῴδιον Ptol.Tetr.31; ὧραι ἰσημεριναί = standard hours, hours of equal duration, astronomical hours (opp. καιρικός, q.v.), each = 1/24 of the νυχθήμερον, Hipparch.1.1.10, Ptol.Alm.2.9, Gal.10.479, etc.; πυρὸς ἰσημερινός = wheat sown at the equinox, Thphr.CP4.11.4; ὁ ἰσημερινὸς κύκλος = celestial equator, Arist.Mete.345a3, Euc.Phaen.p.4M., Plu.2.429f, etc.; ὁ ἰσημερινός (sc. κύκλος), Hipparch.1.10.22, Str.1.1.21, etc.; ἁψίς Jul.Or.5.168c; ἰσημερινοὶ χρόνοι = time-degrees [each = 4 time-minutes] of the equator, Ptol. Alm.1.16.

German (Pape)

[Seite 1263] zur Tag- u. Nachtgleiche gehörig, äquinoctialisch; δυσμή, ἀνατολή, Arist. Meteorl. 2, 6; Plut.; ὁ ἰσ., der Aequator, Ptolem.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
équinoxial : ὁ ἰσημερινὸς κύκλος ou simpl.ἰσημερινός l'équateur.
Étymologie: ἰσημερία.

Russian (Dvoretsky)

ἰσημερινός: равноденственный (ἀνατολή Arst.): ὁ ἰσημερινὸς κύκλος Arst., Plut. экватор; ἡ ἰσημερινὴ ζώνη Plut. экваториальный, т. е. жаркий пояс.

Greek (Liddell-Scott)

ἰσημερινός: -ή, -όν, ἀνήκων εἰς τὴν ἰσημερίαν, ἀνατολή, δυσμὴ Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 6, 3, κ. ἀλλ., Στράβ. 71· πυρὸς ἰσημερινός, σῖτος σπειρόμενος κατὰ τὴν ἰσημερίαν, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 4. 11, 4· ὁ ἰσ. κύκλος, ὁ κύκλος τῆς σφαίρας ὁ ἀπέχων ἐξ ἴσου ἀπὸ τῶν δύο πόλων, Πλούτ. 2. 429F, κτλ.· ὁ ἰσημ. (δηλ. κύκλος) Πτολ.· ἰσ. χρόνοι, αἱ μοῖραι τοῦ ἰσημερινοῦ, ὁ αὐτ.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἰσημερινός, -ή, -όν)
αυτός που σχετίζεται ή αναφέρεται στην ισημερία ή στον ισημερινό (α. «θερμικός ισημερινός» β. «μαγνητικός ισημερινός» γ. «ισημερινή γραμμή»«)
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο ισημερινός
ο μεγάλος νοητός κύκλος γύρω από τη γήινη σφαίρα, που βρίσκεται σε ίση απόσταση από τους γεωγραφικούς πόλους, σε ένα επίπεδο κάθετο προς τον άξονα της Γης. Εκτός από τη Γη, και τα άλλα αστρικά σώματα έχουν ισημερινό
2. (το αρσ. ως κύριο όν.) ο Ισημερινός
το κράτος Εκουαδόρ της Λατινικής Αμερικής του οποίου η επίσημη ονομασία είναι Δημοκρατία του Ισημερινού
3. φρ. «ισημερινά σημεία» — τα δύο σημεία της ουράνιας σφαίρας κατά τα οποία ο ουράνιος ισημερινός τέμνει την εκλειπτική
αρχ.
φρ. α) «ἰσημερινός κύκλος» — ο κύκλος της σφαίρας ο οποίος απέχει εξίσου από τους δύο πόλους
β) «ἰσημεριναὶ ὧραι» — σταθερές ὥρες, καθεμιά από τις οποίες είναι το 1/24 του ημερονυκτίου
γ) «πυρὸς ἰσημερινός» — σίτος που σπείρεται κατά την ισημερία (Θεόφρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + ἡμερινός (< ἡμέρα), πρβλ. καθημερινός, νυχθημερινός].