μονάς
ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world
English (LSJ)
Ion. μουνάς (AP9.482 (Agath.)), άδος, ἡ, special fem. of μόνος,
A solitary, ἐρημία E.Ba.609 (troch.); αἰών Id.Ph.1520 (lyr.); of a woman, alone, by oneself, Id.Andr.855 (lyr.): as masc., of a man, A. Pers.734 (troch.). II as Subst. μονάς, ἡ, unit, Pl.Phd.101c, 105c, Arist.Metaph.1089b35, etc.; monad, Procl.Inst.64, in Alc.p.51 C. (pl.), Dam.Pr.199, al.: in Pythag. philosophy, to denote fire, Plu.Num. 11. 2 Ion., = οἴνη, ace on a die, Poll.7.204. 3 as a measure of length, = δάκτυλος, Hero *Geom.4.2; εἰς μονάδας ἀγαγεῖν reduce to units (of weight, here drachmae), Ph.Bel.51.24; διεξασμένη κατὰ μονάδας, of alum, Dsc.5.106.
German (Pape)
[Seite 201] άδος, als adj. = μόνος, μονάδα δὲ Ξέρξην, ἔρημον, Aesch. Pers. 720; μονάδ' ἔχουσ' ἐρημίαν, Eur. Bacch. 609, vgl. Andr. 855; ἀρχαί, Plut. fac. orb. lun. 12. άδος, ἡ, die Einheit; μονάδος δεῖν μετασχεῖν, ὃ ἂν μέλλῃ ἓν ἔσεσθαι Plat. Phaed. 101 e, öfter; Plut. u. a. Sp.; auch das Einfache, Untheilbare, weil es nicht aus mehreren Theilen zusammengesetzt ist. – Das As oder die Eins auf den Würfeln, Poll. 7, 204. 9, 95. – Als Längenmaaß = δάκτυλος, Heron.
Greek (Liddell-Scott)
μονάς: Ἰων. μουνὰς (Ἀνθ. Π. 9. 482), -άδος, ἡ, ἴδιον θηλ. τοῦ μόνος, μόνη, μοναχή, μεμονωμένη, ἐρημία Εὐρ. Βάκχ. 609· αἰὼν ὁ αὐτ. ἐν Φοιν. 1520· ― ἐπὶ γυναικός, μόνη κατάμονος, ὁ αὐτ’ ἐν Ἀνδρ. 854· ὡσαύτως ὡς ἀρσεν. ἐπὶ ἀνδρός, Αἰσχύλ. Πέρσ. 734· πρβλ. λογάς. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., μονάς, ἡ, Πλάτ. Φαίδων 101C, 105C, κλ., πρβλ. μονάζω ΙΙ· ― ἐν τῇ Πυθαγορείῳ φιλοσοφίᾳ ἐσήμαινε τὸ πῦρ, Πλουτ. Νουμ. 11· ― ἡ μ. ἐν τριάδι, ἐπὶ τῆς Ἁγίας Τριάδος, Συλλ. Ἐπιγρ. 8921. 2) τὸ μέρος τοῦ κύβου τὸ ἔχον ἓν στίγμα, Πολυδ. Ζ΄, 204. 3) ὡς μέτρον μήκους = δάκτυλος, Ἥρων.
French (Bailly abrégé)
άδος
1 adj. (ὁ, ἡ) seul, solitaire, isolé;
2 subst.ἡ μονάς, l’unité.
Étymologie: μόνος.