πονέω

From LSJ
Revision as of 14:42, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (SL_2)

κοιλία καὶ πολλὰ χωρεῖ κὠλίγα → Ut multa venter accipit, sic paucula → Der Bauch fasst wenig, aber ebenso auch viel

Menander, Monostichoi, 226
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πονέω Medium diacritics: πονέω Low diacritics: πονέω Capitals: ΠΟΝΕΩ
Transliteration A: ponéō Transliteration B: poneō Transliteration C: poneo Beta Code: pone/w

English (LSJ)

πονέομαι,    A in early Greek only Med. πονέομαι, inf. -έεσθαι Il.10.116: impf. ἐπονεῖτο, Ep. πονεῖτο 9.12: fut. πονήσομαι 23.159, Hp.Mul.1.4, later πονέσομαι Luc.Asin.9: aor. ἐπονησάμην, Ep. πονήσατο Il.9.348, (δια-) Pl.Lg.966c, X.Eq.5.10; ἐπονήθην f.l. in E.Hel.1509 (lyr.), (δια-) Isoc.15.267: pf. πεπόνημαι, Ion.3pl.—-έαται Hdt.2.63, Ep.-ήαται Arat.82, Att. -ηνται Pl.Phlb.58e: plpf. πεπόνητο Il.15.447, Ep.3pl. -ήατο A.R.2.263:    I abs., work hard, ὡς ἐπονεῖτο Il.2.409; ὄφελεν πονέεσθαι λισσόμενος he ought to suffer toil in praying, 10.117; ὅπλα... τοῖς ἐπονεῖτο with which he did his work, of Hephaestus, 18.413, cf. Od.16.13; περὶ δόρπα . . πονέοντο were busied about their supper, Il.24.444, cf. Hdt.2.63, Pl.Phlb.58e; so πεπόνητο καθ' ἵππους was busy with the horses, of a charioteer, Il.15.447; πονέοντο κατὰ κρατερὴν ὑσμίνην were toiling in the fight, 5.84, etc.; hence πονεῖσθαι alone = μάχεσθαι, 4.374, 13.288; π. τινός to be busy with... Arat.82, cf. 758.    2 suffer from illness, be sick, Th.2.51.    II c. acc., work hard at, make or do with pains or care, τύμβον Il.23.245; ταῦτ' ἐπονεῖτο ἰδυίῃσι πραπίδεσσι 18.380; ὅπλα . . πονησάμενοι κατὰ νῆα Od.11.9; πονησάμενος τὰ ἃ ἔργα 9.250, cf. Il.9.348, Hes.Op.432 (sc. ἄροτρα) ; πονεύμενος ἕρκος ἀλωῆς Mosch.4.100; πεπονήατο δαῖτα γέροντι A.R.2.263.    B after Hom., the act. form πονέω prevails: fut. πονήσω A.Pr. 344, Pl.R.410b, Hp.Mul.1.2,5; later πονέσω Arist.Mech.856b9, Lyr. Alex.Adesp.37.3, LXXIs.19.10, al., and in codd. of Hp.Aph.4.32: aor. ἐπόνησα, Dor. -ᾱσα, E.Hipp.1369 (anap.), Pl.R.462d, Hp.Acut.46, Theoc.15.80; poet. πόνησα Pi.N.7.36; later ἐπόνεσα LXX 1 Ki.23.21, al., Ph.Bel.58.1, al., Polyaen.3.10.6, etc., and in codd. of Hp.Coac. 489, Morb.1.4,14: pf. πεπόνηκα Ar.Pax820, X.Cyr.4.5.22, Hp.Vict. 2.66; later πεπόνεκα PMich.Zen.104.3 (iii B.C.): plpf. ἐπεπονήκει Th. 7.38:—Pass., aor. ἐπονήθην (ἐξ-) Id.6.31; Dor. subj. πονᾱθῇ Pi.O.6.11: pf. πεπόνημαι S.Tr.985 (anap.), Pl.Phdr.232a (v. infr. 1.3):    I intr., toil, labour, περὶ λήϊον Hdt.2.14; ἐς ἄκαιρα πονεῖν Thgn.919; πόνει μετ' εὐκλείας Anon ap.Stob.3.1.173 = JHS27.63 (Cyzicus, iv/iii B.C.); ἄλλως, μάτην π., labour in vain, S.OT1151, E.HF501: c.acc., τὰ μηδὲν ὠφελοῦντα μὴ πόνει μάτην do not labour at . ., A.Pr.44; ἀνήνυτα π. Pl. R.531a: rarely of things, τίς . . αἶνος ἐπ' ἀνδρὶ θείῳ . . πονήσει; A.Ag. 1550 (lyr., dub., leg. αἶνον).    2 c. acc. cogn., π. πόνον go through, suffer toil, Id.Pers.682, E.Hec.779, cf. S.Ph.1419, E.Hipp.1369 (anap.), Pl.R.410b, etc.; περὶ τῶν παθημάτων ὧν νοσέουσί τε καὶ πονέουσι Hp. VM2, etc.; ἅμιλλαν ποδοῖν E.IA212 (lyr.); π. πολλά Id.Supp.577: with modal words, π. τινί suffer in or by a thing, Pi.N.7.36; δίψῃ A. Pers.484; ὑπὸ χειμῶνος Antipho 2.2.1; τῇ κυήσει Arist.HA570b3; εἰρεσίᾳ Polyaen.l.c.: c.acc. partis, πεπόνηκα . . τὼ σκέλει mylegs ache, Ar.Pax820; π. τὰς κεφαλάς, τοὺς ὀφθαλμούς, τὰ γόνατα, have a pain in... Arist.HA557a10, Pr.959b21, 882b25: with modal dat. added, π. πλευρὰν πικρᾷ γλωχῖνι S.Tr.681: abs., labour under sickness, suffer, Hp.VM8; suffer damage, ἅπαν ἂν συμπαθὲς ἦν ἑνὸς μορίου πονήσαντος Arist.PA690b4; also, suffer pain, ἀεὶ π. τὸ ζῷον Anaxag.ap eund.EN 1154b7; of an army, to be hard-pressed, suffer, Th.5.73, X.Cyr.1.4.21, etc.; of ships, Th.7.38; of implements, arms, etc., to be worn out, spoilt, or damaged, D.18.194, Plb.3.49.11, Inscr.Délos442 B204, al. (ii B.C.); τὰ σπαρτία ἧττον πονέσει Arist.Mech.l.c.; ῥίζαι πεπονηκυῖαι Thphr.HP3.7.1; of buildings, to be dilapidated, PEnteux.6.3 (iii B.C.), etc.    3 Pass., impers., οὐκ ἄλλως αὐτοῖς πεπόνηται, = πεπονήκασι, Pl.Phdr.232a.    II trans.,    1 c.acc. pers., afflict, distress, Pi.P. 4.151, cj. in Anacreont.33.14:—Pass., to be afflicted or worn out, suffer greatly, πεπονημένος ὀδύναις S.Tr.985 (anap.); πόλεως πονουμένης τῷ πολέμῳ Th.4.59; τόν τε θνῄσκοντα καὶ τὸν πονούμενον Id.2.51.    b Pass., to be trained or educated, δοκεῖ ὁ κατ' ἀλήθειαν πολιτικὸς πεπονῆσθαι περὶ [τὴν ἀρετήν] Arist.EN1102a8; πεπονημένην ἔχειν τὴν ἕξιν Id.Pol.1335b8, cf. Theoc.13.14; πεπονημένον ὑπό μου though he owes his training to me, PCair.Zen.378.16 (iii B.C.).    2 c. acc. rei, gain by toil or labour, [χρήματα] X.An.7.6.41:—Pass., to be won or achieved by toil, καλὸν εἴ τι ποναθῇ Pi.O.6.11, cf. P.9.93.    b Pass., of meats, to be dressed, cooked, Ptol.Euerg.9J., Phld.Mort.24; ἄρτος πεπονημένος specially prepared, Sor.1.94.—The rule of Choerob. in Theod.2.137 H., EM130.3, that when πονέω means toil, the fut. and aor. are πονήσω, ἐπόνησα, when suffer pain, πονέσω, ἐπόνεσα, is not borne out by the examples (v. supr.).—The fut. Med. κατα-πονήσομαι is used as trans. by D.S.11.15; so aor. Pass. πονήθη in IG9(1).867.6 (Corc., vii/vi B.C.); and the intr. and trans. senses are united in Anacreont. 33.14 (cj.), 15.

German (Pape)

[Seite 679] u. in der ältesten Sprache nur dep. med. πονέομαι (vgl. πένομαι), 1) arbeiten; abs., sich anstrengen, sich's sauer werden lassen, Il. 2, 409, körperlich u. geistig, sich bekümmern, wie αὐτὸς μετὰ πρώτοισι πονεῖτο, 9, 12; ὄφελεν πονέεσθαι λισσόμενος, sich als Bittender es sauer werden lassen, sich viel Mühe geben mit Bitten, 10, 117; – mit Präpositionen bestimmt, περί τι, um Etwas, Il. 24, 444; πεπονέαται περὶ τὤγαλμα, Her. 2, 63; vgl. ὅσαι περὶ ταῦτα πεπόνηνται, Plat. Phil. 58 e; οἱ περὶ λόγον πονούμενοι, S. Emp. adv. phys. 2, 249; πεπόνητο καθ' ἵππους, Il. 15, 447; πονεῖσθαι κατὰ ὑσμίνην, sich's in der Schlacht sauer werden lassen, mit Anstrengung kämpfen, 5, 84. 627 u. sonst; auch ohne Zusatz = μάχεσθαι, Il. 4, 374. 13, 288; – τινί, sich mit Etwas beschäftigen, ὅπλα, τοῖς ἐπονεῖτο, Il. 18, 413 Od. 16, 13; – trans., durch Anstrengung zu Stande dringen, mit Mühe oder Sorgfalt verrichten, betreiben, bewerkstelligen, τύμβον, Il. 23, 245, ὄφρ' ὅγε ταῦτ' ἐπονεῖτο, 18, 380; ὄφρ' ἂν ἐγὼ κατὰ δῶμα πονήσομαι, ὅττεό με χρή, Od. 22, 377; πολλὰ πονήσατο, Il. 9, 348; πονησάμενος τὰ ἃ ἔργα, Od. 9, 250. 310; ὅπλα ἕκαστα πονησάμενοι κατὰ νῆα, 11, 9, u. öfter; Hes. O. 434; πονεύμενος ἕρκος ἀλωῆς, Mosch. 4, 100. So auch pass., εἰ καλόν τι ποναθῇ, Pind. Ol. 6, 11; τὸ ἐν ξυνῷ πεποναμένον εὖ, P. 9, 93; aber κεῖμαι πεπονημένος ἀλλήκτοις ὀδύναις ist = erschöpft, Soph. Trach. 981; τὰ μηδὲν ὠφελοῦντα μὴ πόνει μάτην, Aesch. Prom. 44. So auch im act., οὓς εἰκὸς πονεῖν τάδε, Soph. O. C. 343; oft τινί, für Einen, vgl. Ai. 1345. 1359. 1394; οὐκοῦν πονεῖν με χρή· πονοῦντα δ' ἄξιον μισθὸν φέρεσθαι, Eur. Rhes. 161; ἅμιλλαν ἐπόνει ποδοῖν, I. A. 213; ἀνήνυτα πονοῦσι, Plat. Rep. VII, 531 a; οὐκ ἄλλως αὐτοῖς πεπόνηται, Phaedr. 232 a; ἃ ἂν πονήσωσιν εἰς ἀδυνάτους, Arist. oec. 1, 8; vgl. πονεῖν ἡδέως εἰς τὰ τοιαῦτα, Xen. Mem. 2, 1, 19; καὶ κινδυνεύειν, Hell. 5, 1, 16; χρήματα, ἃ ἡμεῖς ἐπονήσαμεν, die wir erarbeitet, erworben haben, An. 7, 6, 41. – 2) im act., τινά, Einem Mühe und Noth, Schmerz machen, οὔ με πονεῖ τεὸν οἶκον ταῦτα πορσύνοντ' ἄγαν, Pind. P. 4, 151; u. so im pass., πόλεως πονουμένης μάλιστα τῷ πολέμῳ, Thuc. 4, 59; οἱ πονούμενοι, die Kranken, 2, 51. Auch intrans., Schmerzempfinden, leiden (in welcher Bdtg fut. πονέσω bei Sp. lautete, B. A. 1411), τᾷ πόνησαν Δαναοί, Pind. N. 7, 36; ὁ πονήσαις, I. 1, 40; beide Bedeutungen scheint Anacr. 33, 15 zu verbinden, εἰ τὸ κέντρον πονεῖ μελίσσης, πόσον πονοῦσιν, ὅσους βάλλεις, wenn man nicht das zweite auch von den Pfeilen des Eros verstehen will; δίψει πονοῦντες, Aesch. Pers. 476; auch τίνα πόλις πονεῖ πόνον, welche Noth leidet sie, 668; πόνους, Soph. Phil. 1405, wie Eur. Or. 1615; von einer Wunde, πονῶν πλευρὰν πικρᾷ γλωχῖνι, Soph. Tr. 667; πονεῖν τὼ σκέλη, Ar. Pax 786; πονεῖν πόνους, Nubb. 1032, wie in Prosa öfter, z. B. Plat. Conv. 208 c Rep. III, 410 b; οἱ τοῦ σώματος πόνοι βίᾳ πονούμενοι, VII, 536 e; πονεῖν ὑπὸ χειμῶνος, Antiph. 2 β 1; οἱ πονήσαντες, absolut, Dem. Lpt. 87; πονησάντων αὐτῷ τῶν σκευῶν ἢ καὶ συντριβέντων ὅλως, von Schiffen im Sturme, 18, 194; und so nennt Pol. πεπονηκότα ὅπλα abgenutzte Waffen, 3, 49, 11, wie πονοῦντα ξύλα, schadhaftes Holz, Plut., vgl. ad princ. inerud. 7: τῶν κενῶν ἀγγείων οὐκ ἂν διαγνοίης τὸ ἀκέραιον καὶ πεπονηκός; a. Sp., wie Luc. πεπονηκέναι αὐτοῖς τὰ σώματα, Merced. cond. 6; δίκελλα πεπονηκυῖα, Tim. 58; τὰς πεπονηκυίας ναῦς κατεσκεύασε, D. Sic. 13, 47. – Vom Heere, bedrängt werden von den Feinden, leiden, Xen. Cyr. 1, 4, 21; vgl. Thuc. 5, 73, u. öfter; Plut. u. A.

Greek (Liddell-Scott)

πονέω: πονέομαι. Α. ἐν τῇ παναρχαίᾳ Ἑλληνικῇ εὕρηται μόνον ὡς ἀποθ., πονέομαι, ἀπαρ. -έεσθαι, Ἰλ.· παρατ. ἐπονεῖτο (συνεσταλμ.) Ἰλ.: μέλλ. πονήσομαι Ὀδ. Χ. 377, Ἱππ. 592. 1· ἀλλὰ πονέσομαι Λουκ. Ὄνος 9· ― ἀόρ. ἐπονησάμην, Ἐπικ. πονήσατο Ὅμ.· (δια-) Πλάτ., Ξεν.· ὡσαύτως ἐπονήθην Εὐρ. Ἑλ. 1509, (δια-) Ἰσοκρ. π. Ἀντιδ, § 286 (267)· ― πρκμ. πεπόνημαι, Ἰων. γ΄ πληθ. -έαται Ἡρόδ. 2. 63, Ἀττ. -ηνται Πλάτ. Φίληβ. 58Ε· ὑπερσ. πεπόνητο Ἰλ. Ο. 447, Ἐπικ. γ΄ πληθ. -ήατο Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 263. Ι. ἀπολ., κοπιῶ, μοχθῶ, ὡς ἐπονεῖτο Ἰλ. Β. 409· ὄφελον πονέεσθαι λισσόμενος, ἔπρεπε νὰ κοπιάσῃ παρακαλῶν, Κ. 117· ὅπλα..., τοῖς ἐπονεῖτο, τὰ χαλκευτικὰ ἐργαλεῖα δι’ ὧν εἰργάζετο, Σ. 413, πρβλ. Ὀδ. Π. 23· περὶ δόρπα... πονέοντο, ἠσχολοῦντο, κατεγίνοντο περὶ τὸ δεῖπνον, Ἰλ. Ω 444, πρβλ. Ἡρόδ. 2. 63· οὕτω, πεπόνητο καθ’ ἵππους, ἦτο ἐνησχολημένος περὶ τοὺς ἵππους, ἐπὶ ἡνιόχου, Ἰλ. Ο. 447· πονέοντο κατὰ κρατερὴν ὑσμίνην, ἠγωνίζοντο κατὰ τὴν ἰσχυρὰν μάχην, Ε. 84, κτλ.· ἐντεῦθεν τὸ πονεῖσθαι, καθ’ ἑαυτὸ = μάχεσθαι, Δ. 374, Ν. 288· μεταγεν. π. τινος, εἶμαι ἐνησχολημένος εἴς τι, Ἄρατ. 82, πρβλ. 758. 2) ἐνεργῶ, αὐτὸς δὲ μετά πρώτοισι πονεῖτο, αὐτὸς δὲ ἐν τοῖς πρώτοις ἐνήργει, Ἰλ. Ι. 12· πρβλ. κατωτέρω Β. ΙΙ. 1. 3) πάσχω ἐκ νόσου, εἶμαι ἀσθενής, νοσῶ, Θουκ. 2. 51. ΙΙ. μετὰ αἰτ., ἐργάζομαι μετὰ κόπου εἴς τι, κάμνω τι μετὰ κόπου ἢ φροντίδος, τύμβον Ἰλ. Ψ. 245· ταῦτ’ ἐπονεῖτο ἱδυίῃσι πραπίδεσσι Σ. 380· ὅπλα... πονησάμενοι κατὰ νῆα Ὀδ. Λ. 9· πονησάμενος τὰ ἅ ἔργα Ὀδ. Ι. 250, 310, πρβλ. Ἰλ. Ι. 348, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 430· πονεύμενος ἕρκος ἀλωῆς Μόσχ. 4. 101· πεπονήατο δαῖτα γέροντι Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 263. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 474. Β. Μεθ’ Ὅμηρον ἐπικρατεῖ ὁ ἐνεργ. τύπος πονέω· μέλλ. πονήσω Αἰσχύλ. Πρ. 343, Πλάτ. Πολ. 410Β, Ἱππ. 589. 50., 592. 38· μεταγεν. πονέσω Ἀριστ. Μηχαν. 25. 2, καὶ ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις τῶν Ἱπποκράτους Ἀφορισμῶν 1250· ― ἀόρ, ἐπόνησα, Δωρ. -ᾱσα, Εὐρ. Ἱππ. 1369, Πλάτ. Πολ. 462D, Ἱππ. 391. 49, Θεόκρ. 15. 80· μεταγεν. ἐπόνεσα Πολύαιν. 3. 10, 6 κτλ., καὶ ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις τοῦ Ἱππ. 447. 42., 451. 39, κτλ. ― πρκμ. πεπόνηκα Ἀριστοφ. Εἰρ. 820, Ξεν.· ὑπερσ. ἐπεπονήκει Θουκ. 7. 38. ― Παθ., ἀόρ. ἐπονήθην (ἐξ-) ὁ αὐτ. 6. 31, Δωρ. ὑποτακτ. ποναθῇ (ᾱ) Πινδ. Ο. 6. 16· πρκμ. πεπόνημαι Σοφ. Τρ. 985, Πλάτ. Φαῖδρ. 232Α (ἴδε ἐν τέλ.)· Ι. ἀμεταβ., ἐργάζομαι, κοπιῶ, περὶ λήιον Ἡρόδ. 2. 14· ἐς ἄκαιρα πονεῖν Θέογν. 919· ἄλλως, μάτην π., κοπιῶ ματαίως, Σοφ. Ο. Τ. 1151, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν 501· μετ’ αἰτ., τὰ μηδὲν ὠφελοῦντα μὴ πόνει μάτην Αἰσχύλ. Πρ. 44· ἀνήνυτα π. Πλάτ. Πολ. 531Α· σπανίως ἐπὶ πραγμάτων, τις... αἶνος ἐπ’ ἀνδρὶ θείῳ... πονήσει; (ἔνθα ὁ Stanley προτείνει αἶνον, τίς θὰ κοπιάσῃ διὰ νὰ ἐπαινέσῃ...;) Αἰσχύλ. Ἀγ. 1550. 2) μετὰ συστοίχ. αἰτ., π. πόνον, μόχθους Αἰσχύλ. Πέρσ. 682, Σοφ. Φιλ. 1419, Εὐρ. Ἱππ. 1369, Ἑκάβ. 779, Πλάτ. κτλ.· οὕτω, ἅμιλλαν ποδοῖν π. Εὐρ. Ι. Α. 212· πολλὰ π. ὁ αὐτ. ἐν Ἱκέτ. 577· ― μετὰ προσδιορισμῶν, π. τινι, πάσχω εἴς τι ἢ ἔκ τινος, Πινδ. Ν. 7. 53· δίψει Αἰσχύλ. Πέρσ. 484· γλωχῖνι πικρᾷ Σοφ. Τρ. 681· ὑπὸ χειμῶνος Ἀντιφῶν 116. 25· τῇ κυήσει Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 17. 3· ― μετ’ αἰτ., τοῦ κατά τι, πονεῖν τὰ σκέλη Ἀριστοφ. Εἰρ. 820· τὴν κεφαλήν, τοὺς ὀφθαλμούς, κτλ., Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 31, 5, κ. ἀλλ.· ― καὶ ἀπολ., διατελῶ ὑπὸ νόσον, πάσχω, ὑποφέρω, Ἱππ. περὶ Ἀρχ. Ἰητρ. 8· ἅπαν συμπαθὲς ἑνὸς μορίου πονήσαντος Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 10, 65· ἐπὶ στρατοῦ, στενοχωροῦμαι, πιέζομαι, πάσχω, Θουκ. 5. 73, Ξεν. Κύρ. 1. 4, 21, κτλ.· οὕτω καὶ ἐπὶ πλοίων, Θουκ. 7. 38· ἐπὶ ἐργαλείων, ὅπλων, καὶ τῶν τοιούτων, φθείρομαι, συντρίβομαι, θραύομαι, «χαλνῶ», Δημ. 293. 4, Πολύβ. 3. 49, 11, πρβλ. Wessel. Διόδ. 1. σ. 499. 3) παθ., ἀπροσ., οὐκ ἄλλως αὐτοῖς πεπόνηται = πεπονήκασι Πλάτ. Φαῖδρ. 232Α. ΙΙ. μεταβ. 1) μετ’ αἰτ. προσ., θλίβω, λυπῶ, Πινδ. Π. 4. 268. ― Παθ., θλίβομαι, πάσχω ἰσχυρῶς, καταπονοῦμαι, ὑποφέρω, ὀδύναις πεπονημένος Σοφ. Τρ. 985· πόλεως πονουμένης τῷ πολέμῳ Θουκ. 4. 59· τόν τε θνήσκοντα καὶ τὸν πονούμενον ὁ αὐτ. 2. 51. ― καταπονοῦμαι ἕνεκα δρόμου, L. Dind. εἰς Ξεν. Ἱππ. σ. xxiv. β) ἐν τῷ παθ. ὡσαύτως, παιδεύομαι, ἐκπαιδεύομαι, ἀσκοῦμαι, πεπόνηται ὁ πολιτικὸς περὶ τὴν ἀρετὴν Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 1. 13, 2· πεπ. ἔχειν τὴν ἕξιν ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 7. 16, 13· εὖ πεπ. Θεόκρ. 13. 14. 2) μετ’ αἰτ. πράγμ., ὡς τὸ ἐκπονῶ, κερδαίνω, κτῶμαι, διὰ κόπου καὶ μόχθου, χρήματα Ξεν. Ἀν. 7. 6, 41. ― Παθ., κερδαίνομαι ἢ κατορθοῦμαι διὰ κόπου, καλὸν εἴ τι ποναθῇ Πινδ. Ο. 6. 17, πρβλ. Π. 9. 166. ― Ὁ κανὼν γραμματικῶν τινων (Ἐτυμ. Μέγ. 130. 3, Α. Β. 1411), καθ’ ὃν ὅταν τὸ πονέω σημαίνῃ κοπιῶ, μετὰ κόπου ἐργάζομαι, ἔχει μέλλ. καὶ ἀόρ. πονήσω, ἐπόνησα, ὅταν δὲ σημαίνῃ ἔχω πόνον, ἀλγῶ, ἔχει μέλλ. καὶ ἀόρ. πονέσω, ἐπόνεσα, δὲν δικαιολογεῖται ἐκ τῶν παραδειγμάτων (ἴδε ἀνωτέρ.) ― Ὁ μέσ. μέλλ. καταπονήσομαι κεῖται ὡς μεταβατ. παρὰ Διοδ. 11. 15· οὕτως ὁ παθ. ἀόρ. πονήθη ἐν Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 170. 6· εἶναι δὲ ἡνωμέναι ἥ τε ἀμετάβ. καὶ ἡ μεταβατ. σημασία ἐν τοῖς Ἀνακρεοντ. 36. 14. καὶ 15.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
f. πονήσω, ao. ἐπόνησα, pf. πεπόνηκα;
I. intr. avoir du mal, de la peine, d’où
1 se fatiguer, supporter des fatigues : περί τι, τι se donner de la peine pour qch ; μάτην πονεῖν ESCHL, ἄλλως πονεῖν SOPH se donner une peine inutile;
2 souffrir au propre : πονεῖν πόνους ESCHL, μόχθους EUR éprouver des maux, des peines ; πονεῖν τινι souffrir de qch (de la faim, du froid, etc.);
3 être fatigué, usé, avarié, délabré;
4 être en détresse, en péril, dans une situation désespérée;
II. tr. 1 avec un rég. de chose accomplir avec effort, venir à bout à force de travail : χρήματα πονεῖν XÉN amasser péniblement de la fortune, des ressources;
2 avec un rég. de pers. causer de la peine à, affliger ; Pass. être affligé, souffrir;
Moy. πονέομαι-οῦμαι;
I. intr. 1 se donner de la peine, faire effort : πονεῖν τινι, περί τι se donner de la peine pour qch ; avec un part., se donner du mal pour, prendre de la peine à;
2 se débattre, se démener : κατὰ ὑσμίνην IL dans un combat, lutter péniblement ; abs. lutter avec effort;
II. tr., avec un rég. de chose venir à bout à force de travail : τι de qch.
Étymologie: πόνος.

English (Slater)

πονέω, πονάω ? (πονεῖ: aor. πόνησαν; -ήσαις: aor. πονᾶθῇ; πεπονᾶμένον: v. Forssman, 70ff.)
   a perform by toil c. acc. πολλοὶ δὲ μέμνανται, καλὸν εἴ τι ποναθῇ (πονηθῇ v. l.) (O. 6.11) τό γ' ἐν ξυνῷ πεποναμἐνον εὖ μὴ κρυπτέτω (πεπονημένον coni. Schr.) (P. 9.93) ὁ δὲ καλόν τι πονήσαις εὐαγορίαισι φλέγει (Pae. 2.66)
   b endure trouble ὁ πονήσαις δὲ νόῳ καὶ προμάθειαν φέρει (I. 1.40) c. dat. Πριάμου πόλιν τᾷ καὶ Δαναοὶ πόνησαν (N. 7.36)
   c trouble, irk “κοὔ με πονεῖ τεὸν οἶκον ταῦτα πορσύνοντ' ἄγαν” (P. 4.151)