ανέχω
From LSJ
πῶς δ' οὐκ ἀρίστη; τίς δ' ἐναντιώσεται; τί χρὴ γενέσθαι τὴν ὑπερβεβλημένην γυναῖκα; (Euripides' Alcestis 152-54) → How is she not noblest? Who will deny it? What must a woman have become to surpass her?
Greek Monolingual
ἀνέχω (AM) [[[ανέχομαι]] (AM ἀνέχομαι)]
Ι. ενεργ. υποβαστάζω, συγκρατώ
αρχ.
1. σηκώνω, ανασηκώνω, κρατώ κάτι ψηλά
2. υποστηρίζω, διατηρώ, συντηρώ
3. αναχαιτίζω, ανακόπτω
4. ανεβαίνω, αναδύομαι, εμφανίζομαι
5. (για γεγονότα) συμβαίνω
6. βγάζω βλαστούς, βλαστάνω
7. καταλήγω, γίνομαι, αποδεικνύομαι κάτι
8. (για τμήμα ξηράς μέσα σε θάλασσα) εξέχω, προεξέχω
9. εξακολουθώ
10. καθυστερώ, αναβάλλω, σταματώ
11. εντείνω, τεντώνω (το αφτί)
12. παρέχω, παραχωρώ
13. ανατέλλω, προβάλλω
14. παύω να υποφέρω, ανακουφίζομαι
15. «εὐχὰς ἀνέχω» — εύχομαι, ικετεύω