εὐρυχωρία
Βίος βίου δεόμενος οὐκ ἔστιν βίος → Non est vitalis vita victus indigens → Kein Leben ist ein Leben ohne Unterhalt
English (LSJ)
Ion. εὐρυχωρίη, ἡ,
A open space, free room, ἐν τῇ λοιπῇ εὐ. τῆς θήκης Hdt.4.71; πολλὴν εὐ. ἔχειν D.19.272; εὐρυχωρίαν ποιεῖτε τῷ θεῷ Carm.Pop.†; εὐρυχωρίας σε δεῖ Com.Adesp.46 D.; ἡ ἄνω εὐρυχωρία, of a dislocated joint, Hp.Art.11 (in later Medic., of bodily orifices, Sor. 1.58 (pl.); ἡ ἀκουστικὴ εὐρυχωρία, meatus audilorius, ib.10); ἐν εὐρυχωρίᾳ εἶναι to have plenty of room, Pl.Tht.194d: prov., ἕκητι Συλοσῶντος εὐρυχωρίη Heraclid.Pol.34, Zen.3.90: pl., Pl.Lg.804c (εὐρυχώρια, τά, codd.), Aen. Tact.1.9, 2.1.
2 an open field for battle, X.Cyr.4.1.18, HG7.4.24; ἐν εὐρυχωρίῃ ναυμαχέειν = to fight with plenty of sea-room, Hdt.8.60. β', cf. Th.2.83,al.
3 metaph., free space, room for doing a thing, τῆς ἀποδείξεως Pl.Min.315d; εὐρυχωρίαν τινὸς διδόναι, παρέχειν, Plu.2.48f, 828d.
German (Pape)
[Seite 1096] ἡ, die Geräumigkeit, weiter Platz, ἐν τῇ λοιπῇ εὐρυχωρίῃ τῆς θήκης Her. 4, 71; ἐν εύρυχωρίῃ ναυμαχέειν, in offener See, im Ggstze zu einer Meerenge, 8, 60; vgl. Thuc. 2, 83. 86; Plat. Tim. 60 e Theaet. 194 d u. Folgde; εὐρυχωρίαν ποιεῖτε, gebet Raum, Ath. XIV, 622 b. Übertr., πολλὴ εὐρυχωρία τῆς ἀποδείξεως, ein weites Feld der Beweisführung, Plat. Min. 315 d.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 vaste emplacement, espace ouvert;
2 espace ouvert et libre (pour un combat) ; fig. champ libre, càd liberté ou facilité pour faire qch.
Étymologie: εὐρύχωρος.
Russian (Dvoretsky)
εὐρῠχωρία: ἡ
1 широкое пространство, просторное помещение (ἐν τῇ λοιπῇ εὐρυχωρίῃ τῆς θήκης Her.): ἐν εὐρυχωρίᾳ εἶναι Plat. занимать большое пространство;
2 открытое место (ἐν εὐρυχωρίῃ ναυμαχέειν Her.);
3 перен. свободное поле, широкая возможность (τῆς ἀποδείξεως Plat.; τῆς σχολῆς Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
εὐρυχωρία: Ἰων. -ίη, ἡ, εὐρὺς χῶρος, ἐν τῇ λοιπῇ εὐρ. τῆς θήκης Ἡροδ. 4. 71, πρβλ. Δημ. 428. 14· εὐρ. τῷ θεῷ ποιεῖτε Ποιητ. παρ᾿ Ἀθην. 622Β· ἀποκλείουσι γὰρ τῆς ἄνω εὐρυχωρίης τὴν κεφαλὴν τοῦ βραχίονος, ἐπὶ τοῦ ἐκ τῆς ἐξαρθρώσεως σχηματισθέντος κενοῦ χώρου, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 787· ἐν εὐρυχωρίᾳ εἶναι Πλάτ. Θεαίτ. 194D· ἐν τῷ πληθ., ὁ αὐτ. ἐν Νόμοις 804C (ἐνθα τὰ Ἀντίγραφα ἔχουσιν εὐρυχώρια, τά). 2) ἰδίως ἐπὶ εὐρυχώρου πεδίου καταλλήλου πρὸς μάχην. Ξεν. Κύρ. 4. 1, 18, Ἑλλ. 7. 4, 24· ἐπὶ θαλάσσης, ἀνοικτὸν καὶ εὐρύχωρον μέρος, ἐν εὐρυχωρίῃ ναυμαχέειν Ἡρόδ. 8. 60, πρβλ. Θουκ. 2. 83., 86, 90. 3) μεταφ., εὐρὺς χῶρος, πολλὴ γὰρ εὐρυχωρία τῆς ἀποδείξεως, δηλ. δύναται ν᾿ ἀποδειχθῇ διὰ πολλῶν ἀποδείξεων, Πλάτ. Μίνως 315D· εὐρ. τινὸς διδόναι, παρέχειν Πλούτ. 2. 48Ε, 828D.
Greek Monolingual
η (ΑΜ εὐρυχωρία, Α και ιων. τ. εὐρυχωρίη) ευρύχωρος
ευρύς χώρος, εκτεταμένος χώρος, απλωσιά
αρχ.
1. ο κενός χώρος στο εξαρθρωμένο μέλος
2. (για εκτεταμένο πεδίο) το κατάλληλο για μάχη
3. (για τη θάλασσα) ανοιχτό και εκτεταμένο μέρος
4. ελεύθερο διάστημα, τόπος για να κάνει κάποιος κάτι.
Greek Monotonic
εὐρυχωρία: Ιων. -ίη, ἡ,
1. ανοιχτός χώρος, ελεύθερος χώρος, απλωσιά, σε Ηρόδ., Δημ.
2. λέγεται για ανοικτό πεδίο μάχης, σε Ξεν.· ἐν εὐρυχωρίῃ ναυμαχέειν, ναυμαχώ σε ανοικτό ή ευρύχωρο μέρος, σε Ηρόδ.
Middle Liddell
εὐρυχωρία, ἡ,
1. open space, free room, Hdt., Dem.
2. of an open field for battle, Xen.; ἐν εὐρυχωρίῃ ναυμαχέειν to fight with plenty of sea-room, Hdt.
English (Woodhouse)
space, broad space, open space, plenty of room, plenty of space
Lexicon Thucydideum
apertus et propatulus locus (de mari), open and spacious region (of the sea), 2.83.2, 2.86.5. 2.90.5. 2.91.1. 4.13.3. 7.36.6. 7.49.2, 8.102.1.—(de terra concerning land), 4.127.2. 7.3.3, 7.6.2.