κακύνω
Πάντως γὰρ ὁ σοφὸς εὐτελείας ἀνέχεται → Vel vilitatem, sapiens qui sit, sustinet → Auf jeden Fall erträgt der Weise Einfachheit
English (LSJ)
A damage, in prcv., κ. τὸν πηλόν· τὸν ἄξιον ὕβρεως ὑβρίζειν, Suid.; τὰς τύχας Antioch.Astr.in Cat.Cod.Astr.8(3).105:—Pass., turn bad, Thphr. De Odoribus 56.
2 in moral sense, corrupt, Com.Adesp. 138:—usu. in Pass., to be corrupted, D.C.60.2: esp. become bad, E. Hec.251, Pl.Ti.42c; of soldiers, show cowardice, v.l. for μαλακύνω, X.Cyr.6.3.27.
3 Pass. also, to be reproached, E.Hipp.686.
German (Pape)
[Seite 1305] schlecht machen, verderben, Sp. – Pass. schlecht werden, sich schlecht zeigen; οὔκουν κακύνῃ τοῖσδε τοῖς βο υλεύμασι Eur. Hec. 251; τρόπον ὃν κακύνοιτο Plat. Tim. 42 c; von Soldaten, im Gegensatz des τὸ δέον ποιεῖν, Xen. Cyr. 6, 3, 27. Auch = elend sein, Eur. Hipp. 686.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κακύνω [κακός] alleen pass. zich eerloos gedragen:; οὔκουν κακύνῃ τοῖσδε τοῖς βουλεύμασιν; verlaagt u zich dan niet met deze plannen? Eur. Hec. 251; in zijn eer geschaad worden:. σιγᾶν ἐφ’ οἷσι νῦν ἐγὼ κακύνομαι te zwijgen over wat nu mijn eer aantast Eur. Hipp. 686.
Greek Monolingual
κακύνω (AM)
μσν.
1. (αμτβ.) α) κάνω πονηρά σχέδια
β. σφάλλω, αμαρτάνω
γ. μετανοώ για κάτι καλό που έκανα
2. (μτβ.) τιμωρώ, καταδικάζω
3. φρ. «κακύνω το μάτι μου σε κάποιον» — βλέπω κάποιον με κακή διάθεση
αρχ.
1. (και με ηθική σημ.) βλάπτω, φθείρω
2. (για στρατιώτες) δυστροπώ, δεν πειθαρχώ
3. παθ. κακύνομαι
α) δείχνομαι κακός, φέρομαι άσχημα
β) επιπλήττομαι, δέχομαι επίπληξη, επιτίμηση, επιτιμώμαι
4. (κατά το λεξ. Σούδα) παροιμ. «κακύνειν τον πηλόν» — να βρίζει κανείς αυτόν που είναι άξιος ύβρεως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακός + κατάλ. -ύνω (πρβλ. αλγύνω)].
Greek Monotonic
κᾰκύνω: [ῡ],
I. φθείρω, προκαλώ ζημιά ή βλάβη. — Παθ. με ηθική σημασία, γίνομαι κακός, συμπεριφέρομαι άσχημα, ενεργώ με δόλιο τρόπο, φέρομαι άσχημα, σε Ευρ.· λέγεται για στρατιώτες, απειθαρχώ, σε Ξεν.
II. Παθ. επίσης, κατηγορούμαι, δέχομαι επικρίσεις, σε Ευρ.
Greek (Liddell-Scott)
κακύνω: βλάπτω, φθείρω, Σουΐδ.· - Παθ., βλάπτομαι, διαφθείρομαι, «χαλνῶ», τὰ δὲ κακυνόμενα (μύρα) πλείω ποιεῖ δυσωδίαν Θεοφρ. π. Ὀσμ. 56. 2) Παθ., ἐπὶ ἠθικῆς ἐννοίας, δείκνυμαι κακός, φέρομαι κακῶς, Εὐρ. Ἑκ. 251, Πλάτ. Τίμ. 42C· ἰδίως ἐπὶ στρατιωτῶν, δυστροπῶ, δὲν πειθαρχῶ, Ξεν. Κύρ. 6. 3, 27. ΙΙ. Παθ., ὡσαύτως, ὡς τὸ κακόομαι, ὑφίσταμαι κακώσεις, Δίων Κ. 60. 2· ὀνειδίζομαι, ἐπιπλήττομαι, Εὐρ. Ἱππ. 686.
Middle Liddell
κᾰκύ¯νω,
I. to damage:—Pass., in moral sense, to become bad, behave badly, act basely, Eur.: of soldiers, to be mutinous, Xen.
II. Pass. also, to be reproached, Eur.