λίκνον
τοῖς οἰκείοις βουλεύμασιν ἁλίσκεσθαι → hoist by one's own petard, hoist with one's own petard, hoist on one's own petard, hoisted by one's own petard, be hoist with one's own petard
English (LSJ)
τό (also λεῖκνον acc. to Hdn.Gr.2.543, and λικμός (q.v.)),
A winnowing-fan, i.e. a broad basket, in which the corn was placed after threshing, and then thrown against the wind so as to winnow the grain from the chaff, Arist.Mete.368b29; sacred to Dionysus, and carried on the head at his festivals, AP6.165 (Phal.); also to Athena, S.Fr.844; cf. λικνίτης, λικνοφόρος.
II cradle, h.Merc.21.150, al., Call.Jov.48, Arat.268, Gal.6.37, etc.
German (Pape)
[Seite 47] τό, auch λῖκνον u. λεῖκνον geschr. (vgl. λικμός, die Alten leiten es in der ersten Bdtg von λέχος ab, u. dah. wohl die Schreibung λεῖκνον, vgl. E. M.), 1) eine Schwinge, Wiege, wie ein Korb geflochten, H. h. Merc. 21, 63; Arist. Meteorl. 2, 8 u. Sp., wie Callim. Iov. 47. – 2) = λικμός, eine Getreideschwinge zum Reinigen des Getreides von der Spreu, Hesych. – 3) ein Korb zum Tragen der Opfergeräthe, in welchem bes. dem Bacchus die Erstlinge der Feldfrüchte zum Opfer dargebracht wurden, Soph. fr. 724; Suid. nennt es κόσμον βακχικόν, wohl auf φορηθὲν πολλάκι μιτροδέτου λίκνον ὕπερθε κόμης, Phalaec. 3 (VI, 165), gehend, der Korb wurde auf dem Haupte getragen; vgl. Ath. V, 198 e αἱ τὰ λίκνα φέρουσαι.
Greek (Liddell-Scott)
λίκνον: τό, ὡς τὸ λικμός, εὐρὺ κάνιστρον ἐν ᾧ ἐτίθετο ὁ σῖτος ἐκ τοῦ ἁλωνίου καὶ ἐκεῖ ἀνερρίπτετο πρὸς τὸν ἄνεμον, ὥστε νὰ ἀποχωρισθῇ ὁ σῖτος ἀπὸ τοῦ ἀχύρου (πρβλ. Οὐερ. Γεωπ. 3. 134), Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 8, 42· - ἐθεωρεῖτο δὲ ἱερὸν τοῦ Βάκχου καὶ ἔφερον αὐτὸ ἐπὶ τῆς κεφαλῆς κατὰ τὴν ἑορτὴν αὐτοῦ πλῆρες τῶν θυτικῶν σκευῶν καὶ τῶν πρώτων καρπῶν, τὸ τοῦ Οὐεργιλίου mystica vannus Iacchi, Σοφ. Ἀποσπ. 724, Ἀνθ. Π. 6. 165· πρβλ. λικνίτης, λικνοφόρος. ΙΙ. ἐνίοτε ὁ Βάκχος ὡς νήπιον παρίστατο φερόμενος ἐν αὐτῷ (ἴδε Λεξικὸν Ἀρχαιοτήτων ἐν λ.)· ἐντεῦθεν οἱ ποιηταὶ μεταχειρίζονται αὐτὸ καθόλου ἐπὶ τῆς σημασίας τοῦ λίκνου ἤτοι τῆς «κούνιας», Ὁμ. Ὕμ. εἰς Ἑρμ. 21, 150, κ. ἄλλ., Καλλ. εἰς Δία 48, Ἄρατ., κτλ. - Ὁ Ζηκ. (Λεξ. Χρηστ. ἐν λ.) λῖκνον.
Greek Monolingual
το (Α λίκνον και λεῖκνον)
κούνια μωρού, κλίνη, αιώρα για βρέφος
νεοελλ.
1. τόπος προέλευσης, γενέτειρα, κοιτίδα («η Ελλάδα είναι το λίκνο του πολιτισμού»)
2. φρ. «από του λίκνου» — από κούνια, από τη βρεφική ηλικία
αρχ.
ευρύ κάνιστρο στο οποίο τοποθετούσαν το σιτάρι και το τίναζαν ψηλά προς τον άνεμο με σκοπό να αποχωριστούν οι κόκκοι από τα άχυρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. λικμώ].
Greek Monotonic
λίκνον: τό,
I. λιχνιστική μηχανή, δηλ. πλατύ καλάθι, κόσκινο στο οποίο τοποθετούσαν το σιτάρι μετά το αλώνισμα και έπειτα το έριχναν κατά τη διεύθυνση του ανέμου, ώστε να διαχωριστεί το σιτάρι από το άχυρο· κάνιστρο προσφοράς καρπών στον Βάκχο, πρβλ. Βιργ. mystica vannus Iacchi, σε Σοφ., Ανθ.
II. ενίοτε ο Βάκχος σαν βρέφος μεταφερόταν μέσα σ' αυτό· έπειτα, κούνια, λίκνο, σε Ομηρ. Ύμν., κ.λπ.
Middle Liddell
λίκνον, ου, τό,
I. a winnowing-fan, i. e. a broad basket, in which the corn was placed after threshing, and then thrown against the wind:—it was sacred to Bacchus, cf. Virgil's mystica vannus Iacchi, Soph., Anth.
II. the infant Bacchus was carried in it: hence a cradle, Hhymn., etc.
English (Woodhouse)
Mantoulidis Etymological
(=πλεχτό καλάθι, κούνια). Ἀρχικά ἦταν νίκνον και μέ ἀνομοίωση λίκνον. Εἶναι συνώνυμο μέ τό λικμός.
Translations
winnowing fan
Armenian: քամհար; Chinese Mandarin: 風車, 风车; Finnish: löyhytin; Gothic: 𐍅𐌹𐌽𐌸𐌹𐍃𐌺𐌰𐌿𐍂𐍉; Ancient Greek: ἀθηρηλοιγός, ἀθηρόβρωτον ὄργανον, βραστήρ, ἐκτίνακτρον, κάνης, λικμάς, λικμητήριον, λίκνον, λῖκνον, λικμός, πτέον, πτυάριον, πτυΐδιον, πτύον, χερσαία πλάτη; Japanese: 箕; Kikuyu: gĩtarũrũ; Latin: vannus, ventilabrum; Polish: wiejadło; Russian: веялка; Swahili: ungo, uteo; Swedish: vindsikt; Welsh: gwyntyll