πάγχριστος
διὸ δὴ πᾶς ἀνὴρ σπουδαῖος τῶν ὄντων σπουδαίων πέρι πολλοῦ δεῖ μὴ γράψας ποτὲ ἐν ἀνθρώποις εἰς φθόνον καὶ ἀπορίαν καταβαλεῖ → And this is the reason why every serious man in dealing with really serious subjects carefully avoids writing, lest thereby he may possibly cast them as a prey to the envy and stupidity of the public | Therefore every man of worth, when dealing with matters of worth, will be far from exposing them to ill feeling and misunderstanding among men by committing them to writing
English (LSJ)
πάγχριστον, (χρίω) thoroughly anointed: τᾶς πειθοῦς παγχρίστῳ συγκραθείς without a Subst. in a corrupt passage, S.Tr.661 (lyr.; Sch. supplies πέπλῳ).
German (Pape)
[Seite 436] durchaus, ganz gesalbt, τᾶς πειθοῦς παγχρίστῳ συγκραθείς, Soph. Tr. 658, mit dem ganz gesalbten Kleide der Überredung, welches Liebe hervorrufen sollte.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
oint tout entier.
Étymologie: πᾶς, χριστός.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πάγχριστος -ον [πᾶς, χριστός] geheel gezalfd.
Russian (Dvoretsky)
πάγχριστος: весь умащенный или пропитанный (предполож. πέπλος Soph.).
Greek Monolingual
πάγχριστος, -ον (Α)
ο εντελώς χρισμένος, ο αλειμμένος ολόκληρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + χριστός (< χρίω)].
Greek Monotonic
πάγχριστος: -ον (χρίω), επιχρισμένος παντού· πάγχριστον, τό (ενν. φάρμακον), φαίνεται να σημαίνει αυτό που είναι γεμάτο επικάλυψη, που είναι όλο επιχρισμένο, σε Σοφ.
Greek (Liddell-Scott)
πάγχριστος: -ον, (χρίω) ὁ ὅλως ἀληλιμμμένος, παντελῶς κεχρισμένος, τᾶς πειθοῦς παγχρίστῳ συγκραθείς, κεῖται ἄνευ οὐσιαστ. ἐν Σοφ. Τρ. 661, ἐπὶ τοῦ χιτῶνος τοῦ κεχρισμένου διὰ τοῦ αἵματος τοῦ Νέσσου: Κατὰ τὸν Σχολιαστ. «λείπει τῷ πέπλῳ», ― ἔλλειψις ἀδύνατος· καὶ μέχρι τοῦδε οὐδεμία ἑρμηνεία ἱκανοποιοῦσα εὑρέθη, ἀλλ’ ἴδε σημ. Jebb. ἐν τόπῳ.
Middle Liddell
πάγ-χριστος, ον, χρίω
all-anointed: πάγχριστον (sc. φαρμακόν) seems to mean full-anointing, Soph.