πατρόθεν
ὁ γὰρ ἀποθανὼν δεδικαίωται ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας → anyone who has died has been set free from sin, the person who has died has been freed from sin, someone who has died has been freed from sin (Romans 6:7)
English (LSJ)
Adv., (πατήρ)
A from or after a father, π. ἐκ γενεῆς ὀνομάζων naming him and giving his father's name, Il.10.68, cf. Hdt.3.1, Th.7.69, Pl.Ly.204e; τὸ μὲν π. ἐκ Διὸς εὔχονται on the father's side, Pi.O.7.23; εἴπερ… ἔστ' ἐμὸς τὰ π. S.Aj.547, cf. OC215 (lyr.); ἐν στήλῃ π. ἀναγραφῆναι to have one's name inscribed on a tablet with the addition of one's father's name, Hdt.6.14, cf. 8.90; γράψαι τοὔνομα π. καὶ φυλῆς καὶ δήμου to write one's name adding that of one's father, tribe, and township, Pl.Lg.753c, cf. OGI222.44 (Clazomenae, iii B. C.), Milet.3 No.152.93 (ii B. C.), etc.; π. καὶ πατρίδος PRev.Laws7.3 (iii B. C.).
2 coming from, sent by one's father, ἀνάγκα π., imposed by Zeus, Pi.O.3.28; π. ἀλάστωρ A.Ag.1507 (lyr.); π. εὐκταία φάτις a father's curse, Id.Th. 841 (lyr.).
3 from the time of one's fathers, π. φίλοι τοῦ δήμου IG 22.237.8.
German (Pape)
[Seite 536] vom Vater her, von Seiten des Vaters; πατρόθεν ὀνομάζειν τινά, Einen nach dem Vater, mit Hinzufügung von des Vaters Namen nennen, Il. 10, 68; Tragg., wie Aesch. Ag. 1508 Soph. O. C. 215; Thuc. 4, 69 Plat. Lys. 204 e u. A.; ἀναγραφῆναι πατρόθεν ἐν στήλῃ, mit Hinzufügung des Namens des Vaters auf einer Säule eingeschrieben werden, Her. 6, 14; δοκεῖς μοι Σωκράτη πατρόθεν γιγνώσκειν μόνον, Plat. Lach. 187 d; Plut. u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
adv.
1 du père, du côté du père, d'après le nom du père;
2 depuis le père, en commençant par le nom du père, càd en ajoutant le nom du père.
Étymologie: πατήρ, -θεν.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πατρόθεν [πατήρ] adv., van (de) vader vandaan van vaderszijde:. εἴπερ δικαίως ἔστ’ ἐμὸς τὰ πατρόθεν als hij van vaderszijde met recht mijn zoon is Soph. Ai. 547. gezonden door vader:; πατρόθεν... ἀλάστωρ een wreker door vader gezonden Aeschl. Ag. 1507; genoemd naar vader:. πατρόθεν ἐκ γενεῆς ὀνομάζων ἄνδρα ἕκαστον iedere man bij zijn vaders naam en zijn afkomst roepend Il. 10.68; ἐν στήλῃ ἀναγραφῆναι πατρόθεν op een zuil opgeschreven worden met de naam van de vader erbij Hdt. 6.14.3.
Russian (Dvoretsky)
πατρόθεν: adv.
1 по отцу (ὀνομάζειν τινά Hom.): π. γιγνώσκειν τινά Plat. знать кого-л. по отцу;
2 с прибавлением отчества (ἀναγραφῆναι π. ἐν στήλῃ Her.);
3 со стороны отца: π. ἀλάστωρ Aesch. мститель за отца; π. εὐκταία φάτις Aesch. отцовское заклятие.
English (Slater)
πατρόθεν
a from one's father μιν ἀγγελίαις Εὐρυσθέος ἔντὐ ἀνάγκα πατρόθεν (O. 3.28)
b on one's father's side τὸ μὲν γὰρ πατρόθεν ἐκ Διὸς εὔχονται. τὸ δ' Ἀμυντορίδαι ματρόθεν Ἀστυδαμείας (O. 7.23)
Greek Monolingual
Α
επίρρ.
1. από τον πατέρα
2. μαζί με το πατρικό όνομα («ἐν στήλη ἀναγραφῆναι πατρόθεν ὡς ἀνδράσιν ἀγαθοῖσι γενομένοις», Ηρόδ.)
3. από την πλευρά του πατέρα, από πατέρα («εἴπερ ἔστ' ἐμὸς τὰ πατρόθεν», Σοφ.)
4. κατά πατρική προέλευση («πατρόθεν εὐκταία φάτις», Αισχύλ.)
5. από την εποχή τών πατέρων, τών προγόνων («πατρόθεν φίλοι τοῦ δήμου», επιγρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πατήρ, πατρός + επιρρμ. κατάλ. -θεν (πρβλ. μητρόθεν)].
Greek Monotonic
πατρόθεν: επίρρ. (πατήρ)·
1. από ή έπειτα από τον πατέρα, πατρόθεν ἐκ γενεῆς ὀνομάζων, ονομάστηκε αυτός από την καταγωγή, από το πατρικό του όνομα, σε Ομήρ. Ιλ.· ἐμὸς τὰ πατρόθεν, δικός μου από την πλευρά του πατέρα, σε Σοφ.· ἀναγραφῆναι πατρόθεν, χαράσσω σε στήλη το όνομα κάποιου ως γιος κάποιου πατέρα, σε Ηρόδ.
2. προερχόμενος από τον πατέρα, σταλμένος από τον πατέρα κάποιου, πατρόθεν ἀλάστωρ, σε Αισχύλ.· πατρόθεν ἀλάστωρ, σε Αισχύλ.· πατρόθεν εὐκταία φάτις, πατρική κατάρα, στον ίδ.
Greek (Liddell-Scott)
πατρόθεν: Ἐπίρρ. (πατὴρ) π. ἐκ γενεῆς ὀνομάζων..., ἐκ τοῦ πατρὸς καὶ τοῦ γένους, (κατὰ τὸ ἐκ παραλλήλου σχῆμα), Ἰλ. Ι. 68, πρβλ. Ἡρόδ. 3. 1, Θουκ. 7. 69· τὸ μὲν π. ἐκ Διὸς εὔχονται, πρὸς πατρός, Πινδ. Ο. 7. 40· εἴπερ ... ἔστ’ ἐμὸς τά π. Σοφ. Αἴ. 547, πρβλ. Ο. Κ. 215 ἀναγραφῆναι π. ἐν στήλῃ, μετὰ τοῦ ὀνόματος τοῦ πατρός, Ἡρόδ. 6. 14, πρβλ. 8. 90· οὕτω, γράφειν τοὔνομα π. καὶ φυλῆς καὶ δήμου, μετὰ τοῦ ὀνόματος τοῦ πατρός, τῆς φυλῆς καὶ τοῦ δήμου, Πλάτ. Νόμ. 753C. 2) ὁ προερχόμενος ἐκ τοῦ πατρός. ἀνάγκα π., ἐπιβαλλομένη ὑπὸ τοῦ Διός, Πινδ. Ο. 3. 51· π. ἀλάστωρ Αἰσχύλ. Ἀγ. 1508· π. εὐκταία φάτις, κατάρα πατρική, ὁ αὐτ. ἐν Θήβ. 841.
Middle Liddell
adv. πατήρ
1. from or after a father, πατρόθεν ἐκ γενεῆς ὀνομάξων naming him by descent by his father's name, Il.; ἐμὸς τὰ πατρόθεν mine by the father's side, Soph.; ἀναγραφῆναι π. to have one's name inscribed as the son of one's father, Hdt.
2. coming from, sent by one's father, π. ἀλάστωρ Aesch.; π. εὐκταία φάτις a father's curse, Aesch.