σκέπασμα

From LSJ

Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt

Menander, Monostichoi, 139
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκέπασμα Medium diacritics: σκέπασμα Low diacritics: σκέπασμα Capitals: ΣΚΕΠΑΣΜΑ
Transliteration A: sképasma Transliteration B: skepasma Transliteration C: skepasma Beta Code: ske/pasma

English (LSJ)

-ατος, τό, a covering, τῶν σ. ὑποπετάσματα μὲν ἄλλα, περικαλύμματα δὲ ἕτερα Pl.Plt. 279d; of a cap or shoe, Id.Lg.942d; of clothing generally, Arist.Pol.1336a17; also ὄνυχες σ. τῶν ἀκρωτηρίων εἰσίν Id.PA687b24; covering membrane, Id.GA780b28; τὸ φύλλον περικαρπίου σ., in plants, Id.de An.412b2; οἰκία σ. ἐκ πλίνθων καὶ λίθων Id.Metaph.1043a32.

German (Pape)

[Seite 892] τό, = σκέπη, σκέπας, im plur., Plat. Polit. 279 d Legg. XII, 942 d, Arist. pol. 7, 17 u. Sp..

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
abri, couverture;
NT: vêtement.
Étymologie: σκεπάζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σκέπασμα -ατος, τό [σκεπάζω] bedekking, beschutting.

Russian (Dvoretsky)

σκέπασμα: ατος τό
1 защита, укрытие, покров, Plat., Arst.;
2 покров, одежда (διατροφαὶ καὶ σκεπάσματα NT).

English (Strong)

from a derivative of skepas (a covering; perhaps akin to the base of σκοπός through the idea of noticeableness); clothing: raiment.

English (Thayer)

σκεπασματος, τό (σκεπάζω to cover), a covering, specifically, clothing (Aristotle, pol. 7,17, p. 1336{a}, 17; Josephus, b. j. 2,8, 5): 1 Timothy 6:8.

Greek Monolingual

το, ΝΜΑ σκεπάζω
αυτό με το οποίο σκεπάζεται, καλύπτεται κάτι, κάλυμμα (α. «σκέπασμα του πιθαριού» β. «σκέπασμα του πηγαδιού» γ. «τὸ φύλλον περικαρπίου σκέπασμα», Αριστοτ.)
νεοελλ.
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του σκεπάζω, κάλυψη
2. κλινοσκέπασμα («κρύωνα χθες βράδυ και έριξα δύο σκεπάσματα»)
3. καπάκι δοχείου
4. μτφ. συγκάλυψη, αποσιώπηση, απόκρυψη
μσν.-αρχ.
ένδυμα, ιματισμός (α. «ἔχοντες δὲ διατροφάς καὶ σκεπάσματα», ΚΔ
β. «τοῖς δὲ σκέπασμα μικρὸν ἀμπίσχειν», Αριστοτ.)
αρχ.
1. κάλυμμα του κεφαλιού ή τών ποδιών («τὴν τῆς κεφαλῆς καὶ ποδῶν δύναμιν μὴ διαφθείρειν τῇ τῶν ἀλλοτρίων σκεπασμάτων περικαλυφῇ», Πλάτ.)
2. η βλεφαρίδα.

Greek Monotonic

σκέπασμα: -ατος, τό (σκεπάζω), στέγαστρο, κάλυμμα, καταφύγιο, υπόστεγο, σε Πλοάτ.

Greek (Liddell-Scott)

σκέπασμα: τό, (σκεπάζω) κάλυμμα, σκέπασμα, τῶν σκ. ὑποπετάσματα μὲν ἄλλα, περικαλύμματα δὲ ἕτερα Πλάτ. Πολιτικ. 276D· ἐπὶ καλύμματος τῆς κεφαλῆς ἢ πεδίλου, ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 942D· ἐπὶ τοῦ ἱματισμοῦ καθόλου, Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 17, 3· ὡσαύτως, ὄνυχες σκ. τῶν ἀκρωτηρίων εἰσὶν ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 4. 10, 28· ἐπὶ τῶν βλεφαρίδων, ὁ αὐτ. π. Ζ. Γεν. 5, 1, 36· ἐπὶ τοῦ περικαρπίου τῶν φυτῶν, ὁ αὐτ. π. Ψυχ. 2. 1, 6· οἰκία σκ. ἐκ πλίνθων καὶ λίθων ὁ αὐτ. Μετὰ τὰ Φυσ. 7.φ 3, 1. - Ὡσαύτως σκεπασμός, ὁ, Ἐτυμολ. Μέγ. 531. 11.

Middle Liddell

σκέπασμα, ατος, τό, [σκέπαζω]
a covering, shelter, Plat.

Chinese

原文音譯:skšpasma 士咳爬士馬
詞類次數:名詞(1)
原文字根:遮蔽物
字義溯源:衣服,衣,遮蔽,遮身之物,保護;源自(σκέλος)X*=遮蔽之物)。或出自(σκοπός)=注視,顯著),而 (σκοπός)出自(σκέπασμα)X=窺視*)。參讀 (ἔνδυμα)同義字
出現次數:總共(1);提前(1)
譯字彙編
1) 遮身之物(1) 提前6:8

Mantoulidis Etymological

Ἀπό τό σκεπάζω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.