ἐπιστρατεύω

From LSJ

μὴ πόνει, ὦ Ξάνθια, ἀλλὰ ἔλθε δεῦρο → Don't keep suffering, Xanthias, but come here.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιστρᾰτεύω Medium diacritics: ἐπιστρατεύω Low diacritics: επιστρατεύω Capitals: ΕΠΙΣΤΡΑΤΕΥΩ
Transliteration A: epistrateúō Transliteration B: epistrateuō Transliteration C: epistrateyo Beta Code: e)pistrateu/w

English (LSJ)

march against, make war upon, τινί E.Ba.784, Ar.Av.1522, Th.3.54, etc.; ἐπί τινα Arist.Oec.1351b20; ἐπὶ τοὺς Ἕλληνας IG22.680.9; ἐπὶ τὴν Ἑλλάδα And.1.107, cf. Pl.Mx.239b; εἰς Θετταλίαν Aeschin.3.83: in Poets c. acc. loci, ἐ. πατρίδα τὴν ταύτης S.Tr.362; Εὐβοῖδα χώραν ib. 75, cf. E.Tr.22; so ἐ. τινά Id.IA1154, Th.4.60,92: abs., πολλά A. Pers.780; στρατῷ ξύμπαντι S.Aj.1056; πεζῷ καὶ ναυσί Plu.Nic.7:—Med., with pf. Pass., ἐπιστρατεύεσθαι ἐπ' Αἴγυπτον Hdt.3.107, cf.6.132: c. dat., E.Med.1185, Ar.V.11, etc.: c. acc. loci, E.Ph.605.

German (Pape)

[Seite 985] gegen Einen zu Felde ziehen, absol., ἐπεστράτευσα πολλὰ σὺν πολλῷ στρατῷ Aesch. Pers. 766; Soph. Ai. 1035; c. acc. des Ortes, wohin man zieht, Tr. 75. 361; πόλιν Eur. Tr. 22, öfter; – c. dat. der Person, gegen die man zu Felde zieht, Βάκχαισιν Eur. Bacch. 784; ἐπιστρατεύσειν τῷ Διΐ Ar. Av. 1522; Thuc. 3, 54; Xen. Hell. 7, 2, 2; – ἐπὶ τὴν χώραν Plat. Menex. 239 b; Dem. 18, 90; εἰς Θετταλίαν Aesch. 3, 83. – Eben so im med., τίς ἂν κλύοι σου πατρίδ' ἐπεστρατευμένου Eur. Phoen. 606; διπλοῦν γὰρ αὐτ ῇ πῆμ' ἐπεστρατεύετο Med. 1185; Ar. Vesp. 11; χώρᾳ Xen. Cyr. 8, 5, 25, wie Plat. Legg. III, 682 c.

French (Bailly abrégé)

faire une expédition contre : τινι, τινα contre qqn ; ἐπ. χώραν SOPH, εἰς χώραν ESCHN faire une expédition contre un pays;
Moy. ἐπιστρατεύομαι m. sign. avec ἐπί et l'acc., ou avec le dat..
Étymologie: ἐπί, στρατεύω.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιστρᾰτεύω:
1 отправляться в поход, идти войной (τινί Eur., Arph., Thuc., Xen. и ἐπί τινα Arst.; ἐπὶ τὴν χώραν Plat., Dem.; πατρίδα τινός Soph.; πόλιν τινά Eur.; εἰς Θετταλίαν Aeschin.; med.: ἐπ᾽ Αἴγυπτον Her.; χώρᾳ τινι Xen., Plat.);
2 med. воевать, бороться (διπλοῦν πῆμα Eur.);
3 med. нападать (ἐπεστρατεύσατο τὰ βλέφαρα ὕπνος Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιστρᾰτεύω: ἐκστρατεύω κατά τινος, τινὶ Εὐρ. Βάκχ. 784, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1522, Θουκ. 3. 54, κτλ.· ἐπί τινα Ἀριστ. Οἰκ. 2, 30· ἐπὶ τὴν χώραν Ἀνδοκ. 14. 27, Πλάτ. Μενέξ. 239Β· εἰς Θετταλίαν Αἰσχίν. 65. 32· ― παρὰ ποιηταῖς μετ’ αἰτ. τόπου, ἐπ. πατρίδα τὴν ταύτης Σοφ. Τρ. 362· Εὐβοῖδα χώραν αὐτόθι 74, πρβλ. Εὐρ. Τρῳ. 22· οὕτως, ἐπ. τινα ὁ αὐτ. Ι. Α. 1154, Θουκ. 4. 60, 92: ― ἀπολ., Αἰσχύλ. Πέρσ. 780, Σοφ. Αἴ. 1056· πεζῷ καὶ ναυσὶ Πλουτ. Νικ. 7· ― οὕτω καὶ ἐν τῷ Μέσῳ τύπῳ, μετὰ παθητ. πρκμ., ἐπιστρατεύεσθαι ἐπ’ Αἴγυπτον Ἡρόδ. 3. 107, πρβλ. 6. 132· μετὰ δοτ., Εὐρ. Μήδ. 1185, Ἀριστοφ. Σφ. 11, κτλ.· μετ’ αἰτ. τόπου, Εὐρ. Φοίν. 605.

Greek Monolingual

(AM ἐπιστρατεύω) στρατεύω
νεοελλ.
1. (για την κυβέρνηση ή τις αρμόδιες στρατιωτικές αρχές) προσκαλώ και κατατάσσω στα όπλα κλάσεις εφέδρων
2. χρησιμοποιώ σε υπεύθυνη θέση πρόσωπο λόγω τών ικανοτήτων του, κατά παρέκκλιση της ιεραρχίας
3. χρησιμοποιώ επιχειρήματα ή μέσα ως έσχατο μέσο για να πετύχω κάτι
αρχ.-μσν.
εκστρατεύω εναντίον κάποιου.

Greek Monotonic

ἐπιστρᾰτεύω: μέλ. -σω, εκστρατεύω εναντίον, διεξάγω πόλεμο, τινί, σε Ευρ. κ.λπ.· πραγματοποιώ εκστρατεία, εἰςΘετταλίαν, σε Αισχύλ.· με αιτ., σε Σοφ.· απόλ., σε Αισχύλ.· ομοίως, στη Μέσ., με Παθ. παρακ., ἐπιστρατεύεσθαι ἐπ' Αἴγυπτον, σε Ηρόδ.· με δοτ., σε Ευρ. κ.λπ.

Middle Liddell

fut. σω
to march against, make war upon, τινί Eur., etc.:— to make an expedition, εἰς Θετταλίαν Aesch.; c. acc., Soph.:—absol., Aesch.:—so in Mid., with perf. pass., ἐπιστρατεύεσθαι ἐπ' Αἴγυπτον Hdt.; c. dat., Eur., etc.

Lexicon Thucydideum

expeditionem facere in, adoriri, to make an expedition against, attack, 1.16.1, 1.38.4, [vulgo commonly ἐπιστρατεύοιμεν] 1.107.6, 3.54.2, 3.88.1. 4.60.2, [vulgo commonly τοῖς μὴ ἐπικαλουμένοις] 4.92.5, 5.4.5.