ἡγηλάζω
Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.
English (LSJ)
Ep. collat. form of ἡγέομαι, guide, lead, κακὸς κακὸν ἡγηλάζει Od.17.217; but κακὸν μόρον ἡ. lead a wretched life, 11.618; βίοτον βαρὺν ἡ. A.R.1.272; ἱερὸν γόον Orac. ap. Zos.1.57: for Arat.893, v. ὑφηγηλάζω.
German (Pape)
[Seite 1151] verstärkte ep. Form für ἡγέομαι (schwerlich richtig von Alten als eine Zusammensetzung von ἄγειν u. ἐλάω erkl.), führen, leiten; κακὸς κακον ἡγηλάζει Od. 17, 217; ἤ τινα καὶ σὺ κακὸν μόρον ἡγηλάζεις, ein schlimmes, trauriges Loos führen, tragen, erdulden, 11, 617, wonach Ap. Rh. sagt ἀλλ' ὑπὸ μητρυιῇ βίοτον βαρὺν ἡγηλάζει, 1, 272.
French (Bailly abrégé)
1 conduire, guider : τινά qqn;
2 p. ext. mener : κακὸν μόρον OD une vie misérable.
Étymologie: ἡγέομαι, ἐλαύνω.
Russian (Dvoretsky)
ἡγηλάζω:
1 вести: κακὸς κακὸν ἡγηλάζει погов. Hom. злодей ведет злодея (ср. «рыбак рыбака …»);
2 вести, влачить, терпеть (κακὸν μόρον Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
ἡγηλάζω: Ἐπ. τύπος ἰσοδύναμος τῷ ἡγέομαι, ὁδηγῶ, κακὸς κακὸν ἡγηλάζει Ὀδ. Ρ. 217· ἀλλὰ κακὸν μόρον ἡγ., ζῶ κακῶς διάγω ἀθλίαν ζωήν, Λ. 618· βίοτον βαρὺν ἡγ. Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 272· - περὶ τοῦ ἐν Ἀράτ. 893, ἴδε ὑφηγηλάζω.
English (Autenrieth)
parallel form of ἡγέομαι, w. acc., Od. 17.217 ; μόρον, Od. 11.618. (Od.)
Greek Monolingual
ἡγηλάζω (Α)
(επικ. τ. του ηγούμαι)
1. οδηγώ, διευθύνω («κακός κακόν ἡγηλάζει», Ομ. Οδ.)
2. φρ. «κακόν μόρον ἡγηλάζω» — ζω άσχημα, διάγω άθλια ζωή (Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός τ. του ηγούμαι, που προήλθε πιθ. από συμφυρμό με το ελάω, ποιητ. ενεστ. του ελαύνω, κατά τα ρήματα σε -άζω. Από άλλους υποστηρίχθηκε η ύπαρξη αμάρτ. τ. ηγηλός, ηγήλη και πιθανή επίδραση του τ. αγέλη].
Greek Monotonic
ἡγηλάζω: Επικ. ισοδύναμος τύπος του ἡγέομαι, οδηγώ, προπορεύομαι, προηγούμαι, σε Ομήρ. Οδ.· κακὸνμόρον ἡγηλάζω, διάγω άθλια ζωή, ζω κακώς, στο ίδ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: v.
Meaning: lead, drag (κακὸν μόρον, βίοτον βαρύν etc.; λ 618, ρ 217, A. R. 1, 272, Arat. 893, Orac. ap. Zos. 1, 57).
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: Expressive enlargement of ἡγέομαι, perhaps with Bechtel Lex. s. v. through melting together with ἐλάω and ending after the productive verbs in -άζω, rather than with L. Meyer, Schwyzer 734, Risch 257, Chantraine Gramm. hom. 1, 338 through a noun *ἡγηλός, *ἡγήλη (but cf. ἀγέλη from ἄγω). See Ronconi Stud. itfilcl. N. S. 14, 184 on the meaning.
Middle Liddell
ἡγηλάζω,
to guide, lead, Od.; κακὸν μόρον ἡγ. to lead a wretched life, Od. [epic collat. form of ἡγέομαι,]
Frisk Etymology German
ἡγηλάζω: {hēgēlázō}
Grammar: v.
Meaning: führen, schleppen (κακὸν μόρον, βίοτον βαρύν usw.; λ 618, ρ 217, A. R. 1, 272, Arat. 893, Orac. ap. Zos. 1, 57).
Etymology : Expressive Erweiterung von ἡγέομαι, wohl eher mit Bechtel Lex. s. v. durch Zusammenschweißung mit ἐλάω und Ausgang nach den produktiven Verba auf -άζω als mit L. Meyer, Schwyzer 734, Risch 257, Chantraine Gramm. hom. 1, 338 u. A. durch Vermittlung eines Nomens *ἡγηλός, *ἡγήλη (vgl. immerhin ἀγέλη von ἄγω). Vgl. auch Ronconi Stud. itfilcl. N. S. 14, 184 (zur Bed.).
Page 1,622