ὀλοφυδνός

From LSJ

αἰθὴρ δ᾽ ἐλαφραῖς πτερύγων ῥιπαῖς ὑποσυρίζει (Aeschylus, Prometheus Bound 126) → The bright air fanned | whistles and shrills with rapid beat of wings.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀλοφυδνός Medium diacritics: ὀλοφυδνός Low diacritics: ολοφυδνός Capitals: ΟΛΟΦΥΔΝΟΣ
Transliteration A: olophydnós Transliteration B: olophydnos Transliteration C: olofydnos Beta Code: o)lofudno/s

English (LSJ)

ὀλοφυδνή, ὀλοφυδνόν, lamenting, ἔπος δ' ὀλοφυδνὸν ἔειπε Il.5.683, cf. 23.102, Od.19.362: neut. ὀλοφυδνά as adverb, AP7.486 (Anyt.).

German (Pape)

[Seite 327] (ὀλοφύρομαι), wehklagend, jammernd; ἔπος, Il. 5, 683. 23, 102 Od. 19, 362; sp. D., ὀλοφυδνὰ βοᾶν τινα, Anyte 19 (VII, 486).

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
plaintif, lamentable.
Étymologie: ὀλοφύρομαι.

Russian (Dvoretsky)

ὀλοφυδνός: жалобный, печальный (ἔπος Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

ὀλοφυδνός: -ή, -όν, οἰκτρός, θρηνώδης, ἔπος δ’ ὀλοφυδνὸν ἔειπεν Ἰλ. Ε. 683, Ψ. 102, Ὀδ. Τ. 362. - ὀλοφυδνά, ὡς ἐπίρρ., ἐν Ἀνθ. Π. 7. 486.

English (Autenrieth)

doleful, pitiful.

Greek Monolingual

ὀλοφυδνός, -ή, -όν (Α)
1. άξιος θρήνου, λυπηρός, οδυνηρός, θρηνώδηςἔπος δ' ὀλοφυδνόν ἔειπε», Ομ. Ιλ.)
2. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) ὀλοφυδνά
με θρηνώδη τρόπο, αξιοθρήνητα, λυπηρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ολοφύρομαι].

Greek Monotonic

ὀλοφυδνός: -ή, -όν, οικτρός, αξιοθρήνητος, θρηνητικός, σε Όμηρ.· ὀλοφυδνά, ως επίρρ., Ανθ.

Middle Liddell

ὀλοφυδνός, ή, όν
of lamentation, lamenting, Hom.: —ὀλοφυδνά, as adv., Anth.

Translations

lamentation

Armenian: ողբ; Bulgarian: вопъл, ридание, оплакване, тъга, печал; Central Kurdish: ئاخ و واخ‎; Dutch: geklaag, geweeklaag, klagen, weeklagen, lamentatie, rouwklacht; Greek: θρήνος; Ancient Greek: ἀνάκλαυσις, ἀπολόφυρσις, βρυχηθμός, γόος, ἐπιθρήνησις, θρῆνος, θρηνῳδία, κωκυτός, οἴκτισμα, οἰκτισμός, οἰμωγά, οἰμωγή, ὀλολυγμός, ὀλοφυδνός, ὀλοφυρμός, ὀλόφυρσις, πένθημα, ποτνιασμός, στόνος, σχετλιάσις; Ewe: konyifafa; Finnish: valitus, sureminen, valitusvirsi; Irish: acaoineadh; Italian: lamento; Latin: lamentatio, lamentum; Plautdietsch: Jauma; Polish: lament, lamentowanie, lamentacja; Romanian: doliu, lamentare, lamentație; Russian: плач, стенание; Tocharian B: kwasalñe