εξίσταμαι

Revision as of 07:10, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (12)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

(AM ἐξίστημι, μέσ. εξίσταμαι και ἐξιστάνω και ἐξιστῶ, -άω) ίστημι
μσν.- νεοελλ.
μένω έκθαμβος, σαστίζω («ἀπορῶ καὶ ἐξίσταμαι»)
μσν.
1. μέσ. ταράζομαι, τρομάζω
2. (το θηλ. της μτχ. παρακμ. ως επίθ.) ἐξεστηκυῑα
έξαλλη, αλλόφρων
αρχ.
1. μετακινώ από τη θέση του, μεταβάλλω, αλλοιώνω («ἡ μὲν λύπη ἐξίστησι καὶ φθείρει τὴν τοῡ ἔχοντος φύσιν», Αριστοτ.)
2. απρόσ. ἐξίστησι
τραβά την προσοχή
3. ερεθίζω, συνταράζω («γυναῑκες τινες ἐξ ἡμῶν ἐξέστησαν ἡμᾱς γενόμεναι ὄρθριαι ἐπὶ τὸ μνημεῑον», ΚΔ)
4. παρακινώ («ἀρετῆς ὕψος εἰς ἀπάθειαν ἐξέστησε τὴν ψυχήν», Πλούτ.)
5. διευθετώ, κανονίζω («τὸν ἀντιποιησόμενον ἐκστήσω»)
6. σταθμίζωπολλάκις ἐξέστησα τὴν φιλότητα»)
7. (παθ. και μέσ.) αποχωρώ, απομακρύνομαι («ἐκέλευσέ τε αὐτὸν ἐκ τοῡ μέσου ἐξίστασθαι», Ξεν.)
8. βγαίνω από τον αρμό
9. παραιτούμαι από την κατοχή ενός πράγματος («ἧς [ἀρχῆς] οὐδ' ἐκστῆναι ἔτι ὑμῑν ἔστιν», Θουκ.)
10. εγκαταλείπω, παρατώ («ἑκὼν ὑμῑν ἐξίσταμαι τῆς φιλίας», Λυσ.)
11. μέσ. αλλάζω γνώμη («ἐγὼ μὼν ὁ αὐτός εἰμι καὶ οὐκ ἐξίσταμαι», Θουκ.)
12. εξέχω, υπερβάλλω
13. (για γλώσσα) διαφέρω από την κοινή χρήση·,
14. φρ. «ἐξιστάναι τινὰ φρενῶν τῶν λογισμῶν» — κάνω κάποιον έξω φρενών
15. (μτχ. παρακμ. ως επίθ.) ἐξεστηκὸς και ξεστηκός, ο (Μ ἐξεστηκός)
ο εμβρόντητος.