χήρα

Revision as of 02:36, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

English (LSJ)

Ion. χήρη, ἡ,

   A widow, χῆραι γυναῖκες Il.2.289; μήτηρ χ. 22.499; μὴ παῖδ' ὀρφανικὸν θήῃς χ. τε γυναῖκα 6.432; λείπειν τινὰ χ. ἐν μεγάροισιν 22.484, 24.725, cf. S.Aj.653, E.Andr.348, Tr.380; χήρας δὲ γυναῖκας ἐποίησαν Lys.2.71; as a name of Hera, Paus.8.22.2 (χῆραι· αἱ μὴ ἔχουσαι ἄνδρας, Hsch.; ἡ μονωθεῖσα ἀπ' ἀνδρὸς χ. Poll.3.47).    2 Com., of a dish, widowed, i.e. without sauce, Sotad.Com.1.26.    3 later masc. χῆρος, widower, Arist.HA612b34 (of birds), Call.Epigr. 17, Gramm. post Hdn.Epim.286.    II χῆρος, α, ον, Adj, metaph., bereaved, χῆρα μέλαθρα E.Alc.862 (anap.); μάνδραι Call.Cer.106; βίος Epigr.Gr.406.13 (Iconium); εὐνή IG14.1389 i 12; δόμος Call.Epigr. 22; δρυμοὶ χ. bereft of men, AP9.84 (Antiphan.): c. gen., Il.6.408; φάρσος . . στελεοῦ χῆρον ἐλαϊνέου AP6.297 (Phanias), cf. Vett.Val. 117.6; χήρους γυναικῶν οἰκεῖν Str.7.3.4; τὰ χῆρα φρονήσεως Ph.1.601; ναῦς ὕδατος χ. Ael.NA13.28. (Cf. χωρίς, χατίζω, Skt. jáhāti 'abandon, renounce'.)

German (Pape)

[Seite 1353] ἡ, ion. χήρη (vgl. χῆρος, eigtl. die Beraubte, nämlich des Mannes), die Wittwe, u. adj. verwittwet; χῆραί τε γυναῖκες Il. 2, 289; ἣ τάχα χήρη σεῦ ἔσομαι 6, 408, vgl. 22, 484; μήτηρ χήρη 499; Soph. Ai. 638; Eur. Andr. 348 Troad. 380; χήρας γυναῖκας ἐποίησαν Lys. 2, 71; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

χήρα: Ἰων. χήρη, ἡ, ὡς καὶ νῦν, Λατ. vidua, μετὰ γεν., τάχα χήρη σευ ἔσομαι, λέγει ἡ Ἀνδρομάχη πρὸς τὸν Ἕκτορα, Ἰλ. Ζ. 408· χῆραι γυναῖκες Β. 289· μήτηρ χήρη Χ. 499· μὴ παῖδ’ ὀρφανικὸν θήῃς χήρην τε γυναῖκα Ζ. 432· λείπειν τινὰ χ. ἐν μεγάροισιν Χ. 484, Ω. 726, πρβλ. Σοφ. Αἴ. 653, Εὐρ. Ἀνδρ. 348, Τρῳ. 380· χήρας δὲ γυναῖκας ἐποίησαν Λυσί. 197. 19· ἐπώνυμον τῆς Ἥρας ὅπερ ἔδωκεν εἰς αὐτὴν ὁ Τήμενος ὁ ἱδρύσας αὐτῇ τρία ἱερὰ ἐν Στυμφήλῳ, Παυσ. 8. 22, 2. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «χήρα· ἡ μετὰ γάμον μὴ συνοικοῦσα ἀνδρί, ἡ τὸν ἄνδρα στερηθεῖσα γυνή»· ― «χήρα. καὶ χηρεία ἐκ τοῦ χηρεύω» Σουΐδ. 2) ἐν κωμικῇ, φράσει ἐπὶ ἐδέσματος, ἄνευ καρυκεύματος παρεσκευασμένου, ἀμίαν τε χήραν, θηρίον καλὸν σφόδρα Σωτάδης ἐν «Ἐγκλειομέναις» 1. 26. 3) ἐκ τοῦ χήρα ἀκολούθως ἐσχηματίσθη τὸ ἀρσ. χῆρος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 7, 4. Καλλ. ἐν Ἀνθ. Παλατ. 7. 522· ἴδε Ἀριστοφ. Βυζ. ἐν τῷ παραρτήματι εἰς τοὺς τοῦ Ἡρῳδιαν. Ἐπιμ. 286, Α. Β. 1261, Πολυδ. Γ΄, 47. ΙΙ. χῆρος, -α, -ον, ὡς ἐπίθ., ἐπὶ μεταφορ. σημασίας, ἐστερημένος, ἔρημος, χῆρα μέλαθρα Εὐρ. Ἄλκ. 862· μάνδραι Καλλ. εἰς Δήμ. 105· βίος Ἐπιγράμμ. 406. 13 εὐνὴ αὐτόθι 1016. 12· δόμος Ἀνθ. Παλατ. 7. 517· δρυμοὶ χ., ἐστερημένοι τῶν φύλλων, αὐτόθι 9. 84· καὶ μετὰ γεν., φάρσος .. στελεοῦ χῆρον ἐλαϊνέου, ἀποσπασθὲν ἐκ τῆς …, αὐτόθι 6. 297· ναῦς ὕδατος χ. Αἰλ. π. Ζ. 13. 28· πρβλ. ὀρφανὸς ΙΙ. 3. (Ἐκ τῆς √ΧΑ, ἥτις φαίνεται καὶ ἐν ταῖς λέξεσι χωρίς, χατέω, χῆτος, χάζομαι· Σανσκρ. hà, gahâ-mi (relinquo)· πρβλ. Λατ. ce-dere, καὶ ἴσως ca-rere.)

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
v. χῆρος.

Spanish

viuda

English (Strong)

feminine of a presumed derivative apparently from the base of χάσμα through the idea of deficiency; a widow (as lacking a husband), literally or figuratively: widow.

English (Thayer)

χήρας, ἡ (feminine of the adjective χῆρος, 'bereft'; akin to χέρσος, sterile, barren, and the Latin careo (but cf. Curtius, § 192)), from Homer, Iliad 6,408 down, the Sept. for אַלְמָנָה, a widow: γυνή added (Homer, Iliad 2,289 down), a widow, Revelation 18:7.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ, και επικ. και ιων. τ. χήρη Α
1. γυναίκα που έχει χάσει τον σύζυγό της και παραμένει άγαμη (α. «ήτο έρημος και χήρα», Παπαδ.
β. «οὐ παρθένον, ἀλλὰ χήραν», Πλούτ.)
2. στον πληθ. οἱ χήρες και αίχῆραι
εκκλ. τάξη αφιερωμένων στη διακονία της Εκκλησίας χριστιανών γυναικών, για τις οποίες μεριμνούσε η Εκκλησία μετά τη χηρεία τους και οι οποίες επικουρούσαν τους κληρικούς στο ποιμαντικό τους έργο
νεοελλ.
1. στον πληθ. ζωολ. κοινή ονομασία τών αφρικανικών στρουθιόμορφων πτηνών της υποοικογένειας viduinae, με 12 περίπου είδη, που ανήκουν στην ίδια οικογένεια με τον σπουργίτη
2. παροιμ. α) «η χήρα μέσα κάθεται κι έξω τήν κουβεντιάζουν» — δηλώνει ότι η χήρα, όσο και αν έχει άψογη συμπεριφορά, υπόκειται συνήθως σε κακολογίες
β) «η χήρα πάντρευε την κόρη της το πλειότερο για λόγου της» — λέγεται για εκείνους που προσποιούνται ότι φροντίζουν για τους άλλους, ενώ στην πραγματικότητα επιδιώκουν το δικό τους συμφέρον
γ) «να κλαιν' οι χήρες, να κλαίν' κι οι παντρεμένες;» ή «κλαίνε οι χήρες, κλαίνε και οι παντρεμένες» — λέγεται για εκείνους που παραπονούνται χωρίς λόγο ή σε ακατάλληλο χρόνο
δ) «και τ' αρφανά πορεύονται κι οι χήρες κονομιώνται» — εκφράζει την ελπίδα ότι και οι άποροι έχουν τη δυνατότητα να βρουν τα μέσα συντήρησής τους και να επιζήσουν
μσν.-αρχ.
(σε κωμική χρήση) άνοστο φαγητό, παρασκευασμένο χωρίς καρυκεύματα
αρχ.
ως κύριο όν.) ἡ Χήρα
προσωνυμία της Ήρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. χή-ρα αποτελεί ουσιαστικοποιημένο τ. του θηλ. ενός αμάρτυρου επιθ. χη-ρος (< ghē-ro-) σχηματισμένου από την απαθή βαθμίδα της ΙΕ ρίζας ghē- «είμαι άδειος, λείπω, αφήνω, φεύγω» (πρβλ. χατέω, χάζω, κιχάνω) με κατάλ. -ρος (πρβλ. λεπ-ρός). Αρχική, επομένως, σημ. της λ. θα πρέπει να ήταν η σημ. «αυτή που είναι κενή, που έχει στερηθεί τον άνδρα της». Αξιοσημείωτο είναι, επίσης, ότι η λ. πλάστηκε αρχικά για να χαρακτηρίσει μόνο τη γυναίκα, ενώ μόνο στους μτγν. χρόνους απαντά και αρσ. τ. χῆρος, ο οποίος αναφερόταν αρχικά σε ζώα και στη συνέχεια χρησιμοποιήθηκε για τον άνδρα. Η λ. χήρα, τέλος, πρέπει να αντικατέστησε στην Ελληνική έναν αρχικό τ., ο οποίος θα αναγόταν στον ΙΕ τ. widhewā «χήρα» (πρβλ. αγγλ. widow, γερμ. Witwe), βλ. και λ. ηίθεος].

Greek Monotonic

χήρα: Ιων. χήρη, ἡ,
I. 1. στερημένη από σύζυγο, χήρα, Λατ. vidua, με γεν., χήρη σευ ἔσομαι, λέει η Ανδρομάχη στον Έκτορα, σε Ομήρ. Ιλ.· χῆραιγυναῖκες, χήρες γυναίκες, στο ίδ.· ομοίως, σε Ευρ. κ.λπ.
2. από το χήρα δημιουργήθηκε το αρσ. χῆρος, σε Ανθ.
II. χῆρος, , -ον, ως επίθ., με μεταφ. σημασία, στερημένος, έρημος, χῆρα μέλαθρα, σε Ευρ.· με γεν., φάρσος στελεοῦ χῆρον, κομμάτι αποσπασμένο από τον κορμό, σε Ανθ. (αμφίβ. προέλ.).