ἐρωτάω

Revision as of 21:00, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

English (LSJ)

Ep. and Ion. εἰρωτάω, contr. in Hom. and best codd. of Hdt., as 3.119,4.145,al. : impf.

   A ἠρώτων Hp.Epid.7.3, (ἐπ-) Th.7.10, etc. ; εἰρώτα Od.15.423 ; Ion. εἰρώτευν Hdt.1.158, part. -τεῦντας v.l. in 3.62 (elsewh. εἰρώτων 3.140): fut. -ήσω Hp.VM15, Pl.R.350e, etc. : aor. I ἠρώτησα X.Cyr.4.5.21, S.Tr.403, etc. : pf. ἠρώτηκα Pl.Phlb. 18a:—used in Att. to supply the defective tenses of ἔρομαι:—ask, τινά τι something of one, ἅ μ' εἰρωτᾷς Od.4.347 ; εἰρωτᾷς μ' ὄνομα κλυτόν 9.364 ; ὅσ' ἄν σ' ἐρωτῶ S.OT1122 ; οὐ τοῦτ' ἐρωτῶ σ' Ar.Nu.641:—Pass., to be asked, τι Pl.Lg.895e, X.Cyr.1.4.3.    2 ἐ. τι ask about a thing, A.Pr.228, Pl.R.508a ; τιπερί τινος Id.Tht.185c ; ἐ. ἐρώτημα to ask a question, Id.R.487e ; τὰς πύστεις ἐρωτῶντες εἰ.. putting the question, whether.., Th.1.5:—Pass., τὸ ἐρωτηθέν, τὸ ἐρωτώμενον ἀποκρίνασθαι, to answer the question, Th.3.61, X.Mem.4.2.23, etc. ; τὰ ἔμπροσθεν ἠρωτημένα Pl.Lg.662e:—Pass., also with person as subject, ἐρωτηθεὶς τὸ καλόν asked about beauty, Id.Hp.Ma.289c.    3 folld. by indirect question, εἰρώτα..τίς εἴη καὶ πόθεν ἔλθοι Od.15.423 ; ἐ. εἰ.. or ἤν.. to ask whether.., Hp.Steril.230, cf. Th.8.53 ; ἐ. ἦ.. A. Th.181 ; αἰτίαν καθ' ἥντινα Id.Pr.228 ; πότεροι.. Ar.Ach.648 ; τοῦτο πρῶτον ἠρώτα, πότερον.. X.An.3.1.7 ; ἐ. πῶς δεῖ ποιεῖν Id.Mem.1.3.1.    II question a person, εἰρωτᾷς μ' ἐλθόντα θεὰ θεόν Od.5.97 ; ἐ. καὶ ἐλέγχειν Antipho 6.23 ; τινα ἀμφί τινος E.Ion236(lyr.):— Pass., to be questioned, ἐρωτᾶσθαι θέλω Id.IA1130.    b of sentries, challenge, Aen.Tact.22.12 ; τὸ ἐρωτώμενον the password, Id.26.9.    2 in Dialectic, opp. demonstration, question an opponent in order to refute him from his answers, Arist.APr.24a24 ; τι ib.42a39 ; hence later, submit, set forth, propound an argument, λόγον Gal.5.257:—Pass., ὁ λόγος..ἠρωτῆσθαι φαίνεται Arr.Epict.2.19.1 ; ἐρωτηθέντος τοῦ σοφίσματος S.E.P.2.237.    III later, = αἰτέω, beg, entreat, ἐ. τινὰ τὰ εἰς εἰρήνην LXX IKi.30.21, al. ; ἐρωτᾶτε τὰ εἰς εἰρήνην τὴν Ἱερουσαλήμ ib.Ps.121(122).6 ; ἅ σε ἐρωτῶ PMag.Par.1.272 ; ἐ. τινὰ ποιεῖν τι POxy.292.7(i A.D.), Ev.Luc.8.37, etc. ; ἐ. τινὰ ἵνα.. ib.7.36 ; ὅπως.. ib.7.3, al., PMag.Leid.W.16.13 ; ἐ. τὸν πατέρα περὶ ὑμῶν Ev.Jo.16.26. (Perh. from ἐρ (ϝ) ωτάω, cogn. with ἐρ (ϝ) έσθαι (v. ἔρομαι).)

German (Pape)

[Seite 1041] ion. u. ep. εἰρωτάω u. εἰρωτέω (vgl. ἄρω), fragen, befragen; εἰρώτα, τίς εἴη, Od. 15, 422; τινά, Aesch. Spt. 164; Soph. El. 309 u. öfter; Eur., Ar. u. in Prosa, ἠρώτα ἕνα ἕκαστον –, εἴ τινα ἐλπίδα ἔχει Thuc. 8, 53; θεόν, den Gott befragen, Xen. Mem. 1, 3, 2; – τί, nach Etwas fragen, forschen, sich darnach erkundigen, ὃ δ' οὖν ἐρωτᾶτε Aesch. Prom. 226; ἃ νῦν δὴ ἐρωτῶμεν περὶ αὐτῶν Plat. Theaet. 185 c; ἐρωτᾷς ἐρώτημα Rep. VI, 487 e; häufig τινά τι, Einen um Etwas, wonach fragen, ἅ μ' εἰρωτᾷς Od. 4, 347. 17, 138; ὅσ' ἄν σ' ἐρωτῶ Soph. O. R. 1122; Tr. 402; Eur. I. A. 1129; Ar. Nubb. 641; εἴ τις καὶ ταῦτα ἐρωτῴη ἡμᾶς Plat. Rep. II, 378 e; Phil. 18 a. – Pass., πῶς δὴ νῦν τοῦτο ἐρωτώμεθα ὑφ' ἡμῶν αὐτῶν Plat. Phil. 44 b; τὸν λόγον ἐρωτώμενοι Legg. X, 895 e; ὅσα αὐτὸς ὑπ' ἄλλων ἐρωτῷτο Xen. Cyr. 1, 4, 3. – Andere Vrbdgn sind παρούσας δ' ἀμφὶ τάδ' ἐρωτᾷς Eur. Ion 236, ἃ νῦν δὴ ἠρωτῶμεν περὶ αὐτῶν Plat. Theaet. 185 c. – Bei Luc. u. Sp. = eine Schlußform in Fragen anwenden u. auf solche Weise einen Beweis führen. – Im N. T. oft = bitten, anflehen, τινά.

Greek (Liddell-Scott)

ἐρωτάω: Ἐπικ. εἰρωτάω, ἀλλὰ συνῃρ. παρ’ Ὁμ., ἴδε κατωτ.· παρ’ Ἡροδ. τὰ Ἀντίγραφα ποικίλλουσι μεταξὺ τῶν συνῃρ. τύπων εἰρωτᾷ, εἰρωτῶσι κτλ. (Ἡρόδ. 3. 119, 1. 67, κ. ἀλλ.), καὶ εἰρωτέειν κτλ. (ὁ αὐτ. 4. 145 κ. ἀλλ.): παρατ. ἠρώτων Θουκ. 7. 10, κτλ., εἰρώτα Ὀδ. Ο. 423· Ἰων. εἰρώτεον ἢ -ευν Ἡρόδ. 4. 145, 3, 140: - μετὰ πληθ. προστ. ἐρωτώντων Ἀντιφῶν 137. 5: - μέλλ. -ήσω, κτλ.: ἡ συνήθ. λέξ. παρ’ Ἀττ., ἡ ἀναπληροῦσα τοὺς ἐλλείποντας χρόνους τοῦ ἔρομαι, οἱ δ’ Ἐπικ. τύποι εἶναι ἐρέω Α, ἐρεείνω. Ἐρωτῶ τινά τι, περί τινος, ἅ μ’ εἰρωτᾷς Ὀδ. Δ. 347, Ρ. 138· εἰρωτᾷς μ’ ὄνομα κλυτόν; Ι. 364· ὅσ’ ἄν σ ’ἐρωτῶ Σοφ. Ο. Τ. 1122· οὐ τοῦτ’ ἐρωτῶ σ’ Ἀριστοφ. Νεφ. 641, κτλ.: - Παθ., ἐρωτῶμαι, τι Πλάτ. Νόμ. 895Ε, Ξεν. Κύρ, 1. 4, 3. 2) ἐρωτῶ τι, ὡς νῦν, ὃ δ’ οὖν ἐρωτᾶτ’ Αἰσχύλ. Πρ. 226, Πλάτ. Πολ. 508Α· τι περί τινος ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρῳ 185C· ἐρ. ἐρώτημα ὁ αὐτὸς ἐν Πολ. 487Ε. - Παθ., τὸ ἐρωτηθέν, τὸ ἐρωτώμενον, περὶ οὗ ἠρώτησεν ἢ ἐρωτᾷ τις, Θουκ. 3. 61, Ξεν. Ἀπομν. 4. 2, 23, κτλ.· τὰ ἔμπροσθεν ἠρωτημένα Πλάτ. Νόμ. 662D, πρβλ. Λοβεκ. Παραλ. 522. 3) ἑπομένης ἐξηστημένης προτάσεως, εἰρώτα δὴ ἔπειτα τίς εἴη, καὶ πόθεν ἔλθοι Ὀδ. 423· ἐρωτᾶν εἰ… ἢ ἢν…, Ἱππ. 682. 46, Θουκ. κλ. (ἴδε ἐν λ. πύστις)· ὑμᾶς ἐρωτῶ… ἦ ταῦτ’ ἄριστα κτλ. Αἰσχύλ. Θήβ. 182· πότεροι… Ἀριστοφ. Ἀχ. 648· ὅστις Αἰσχύλ. κλπ. ΙΙ. ἐρωτῶ τινα περί τινος, ζητῶ νὰ μάθω τι παρ’ αὐτοῦ, εἰρωτᾷς μ’ ἐλθόντα θεὰ θεὸν Ὀδ. Ε. 97· ἐρ. καὶ ἐλέγχειν Ἀντιφῶν 144. 7· τινα ἀμφί τινος Εὐρ. Ἴων 236· ἐρ. τὸν θεὸν Ξεν. Ἀν. 3. 1, 7, Ἀπομν. 1. 3, 1, κτλ. - Παθ., ἐρωτᾶσθαι θέλω Εὐρ. Ι. Α. 1130.
2) ἐν τῇ Διαλεκτικῇ, ὡς ἀντίθετον πρὸς τὴν συλλογιστικὴν ἀπόδειξιν, προκαλῶ συμπέρασμα ἐκ τοῦ ἀντιπάλου δι’ ἐρωτήσεων, Ἀριστ. Ἀναλυτ. Πρότ. 1. 1, 3, κ. ἀλλ.· οὕτως, interrogare ἐν Κικ. Fat. 28· ἐντεῦθεν βραδύτερον, συλλογιστικῶς συμπεραίνομαι (πρβλ συνερωτάω ΙΙ), Λουκ. Πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 17. ΙΙΙ. παρὰ μεταγεν. = αἰτέω, ἐπὶ τῆς σημασίας τοῦ παρακαλῶ, ἱκετεύω, ἐρ. τινά τι Ἑβδ. (Α΄ Βασιλ. Λ΄, 21, κ. ἀλλ.)· ἐρ. τινα ποιεῖν τι Εὐαγγ. κ. Λουκ. η΄, 37, κ. ἀλλ.· ἐρ. τινα ἵνα ἢ ὅπως ποιῇ τι παρὰ τῷ αὐτῷ ζ΄, 3, 36, κ. ἀλλ.· ἐρ. τινα περί τινος Εὐαγγ. κ. Ἰω. ιϚ΄, 26, κτλ.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
impf. ἠρώτων, f. ἐρωτήσω, ao. ἠρώτησα, pf. ἠρώτηκα;
1 demander, interroger : τινα, qqn ; τι, demander qch ; ἐρ. τινά τι, demander qch à qqn ; ἐρ. ὅπου XÉN demander où ; εἰρώτα τίς εἴη καὶ πόθεν ἔλθοι OD il demandait qui elle était et d’où elle venait ; Pass. τὸ ἐρωτώμενον XÉN la question posée ; τὸ ἐρωτηθέν THC la question qui avait été posée;
2 t. de dialect. poser une question ; particul. poser une question à l’adversaire pour l’amener à une conclusion ; argumenter, raisonner sous forme d’interrogation.
Étymologie: apparenté à ἔρομαι.

English (Autenrieth)

see εἰρωτάω.

English (Strong)

apparently from ἐρέω (compare ἐρευνάω); to interrogate; by implication, to request: ask, beseech, desire, intreat, pray. Compare πυνθάνομαι.

English (Thayer)

ἐρωτῶ (infinitive ἐρωτᾶν L T Tr, ἐρωτᾶν R G WH; see Iota); imperfect 3rd person plural ἠρώτων and (in L T Tr WH, Tdf.) ἠρώτουν, cf. Buttmann, 44 (38); (Winer s Grammar, 85 (82); Tdf. Proleg., p. 122; Sophocles Lexicon, p. 41; WH s Appendix, p. 166; Mullach, Griech. Vulgarspr., p. 252); future ἐρωτήσω; 1st aorist ἠρώτησα; the Sept. for שָׁאַל; to ask, i. e.:
1. as in Greek writings from Homer down to question: absolutely, R); τινα, ἐπερωτᾷς), etc.; with the addition of λέγων and the words of the questioner: λέγων; T Tr WH); τινα τί (cf. Winer's Grammar, § 32,4a.), τινα περί τίνος, ἐπερωτῆσαι); to ask i. e. to request, entreat, beg, beseech, after the Hebrew שָׁאַל, in a sense very rare in secular authors (Josephus, Antiquities 5,1, 14 (but here the text is uncertain; substitute Antiquities 7,8, 1; cf. Dr. Ezra Abbot in No. American Rev. for 1872, p. 173note); Babrius fab. (42,3); 97,3; Apoll. synt., p. 289,20; cf. Winer's Grammar, pp. 30,32): τινα, λέγων and the words of the asker, Buttmann, 272 f (234)), ἵνα (cf. Winer's Grammar, § 44,8a.; R. 237 (204)), ὅπως, Buttmann, 258 (222); cf. Winer's Grammar, 335 (315)), τινα περί τίνος, ὑπέρ τίνος (followed by εἰς with an infinitive; cf. Buttmann, 265 (228)), ἐρωτᾶν τά (WH text omits τά) πρός εἰρήνην (see εἰρήνη, 1), αἰτέω, at the end. Compare: διερωτάω, ἐπερωτάω.)

Greek Monotonic

ἐρωτάω: Επικ. εἰρωτά, Ιων. -έω, παρατ. ἠρώτων, Ιων. εἰρώτεον ή -ευν· μέλ. -ήσω (ἔρομαι
I. 1. ρωτώ κάποιον για κάτι, τινάτι, σε Ομήρ. Οδ., Σοφ. κ.λπ. — Παθ., ερωτώμαι, ρωτιέμαι, τι, σε Ξεν.
2. ἐρ. τι, ρωτώ για κάτι, σε Αισχύλ. — Παθ., τὸ ἐρωτηθέν, τὸ ἐρωτώμενον, η ερώτηση, το ερώτημα, σε Θουκ., Ξεν.
II. ζητώ πληροφορίες για κάτι, ζητώ να μάθω κάτι από κάποιον, σε Ομήρ. Οδ., Ευρ. κ.λπ. — Παθ., ρωτιέμαι, ανακρίνομαι, στον ίδ.
III. αἰτέω, ζητώ, δηλ. παρακαλώ, εκλιπαρώ, ικετεύω, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

ἐρωτάω: эп. εἰρωτάω, ион. εἰρωτέω
1) спрашивать, расспрашивать (τινά τι Hom., Soph., Eur., Arph., Plat., τινα περί τινος Plat. и τινα αμφί τινος Eur.): εἰρώτα τίς εἴη καὶ πόθεν ἔλθοι Hom. он спросил, кто она и откуда прибыла; ἃ ἠρωτῶμεν περὶ αὐτῶν Plat. то, что мы спрашивали об этих вещах; εἰρωτᾷς μ᾽ ἐλθόντα Hom. ты спрашиваешь меня, зачем я пришел; τὸ ἐρωτώμενον Xen. и τὸ ἐρωτηθέν Thuc. вопрос; τὰ ἔμπροσθεν ἠρωτημένα Plat. ранее поставленные вопросы; ἐ. ἐρώτημα Plat. ставить вопрос, обращаться с вопросом;
2) вопрошать (τὸν θεόν Xen.);
3) лог. ставить вопросы, рассуждать, доказывать: ἐ. λόγον Arst., Sext.; выставлять положение; οἱ ἠρωτημένοι λόγοι и τὰ ἠρωτημένα Arst. подлежащие рассмотрению положения;
4) просить (τινα ποιεῖν τι, περί и ὑπέρ τινος, τι и ἵνα … NT).