προτιμάω
English (LSJ)
(Ion. προτῑμ-έω Heraclit.55; Phocian dat. pl. part.
A προτιμεόντοις Supp.Epigr.3.416.6 (Elatea, ii B.C.)), honour one before or above another, prefer one to another, τὴν σωτηρίαν τοῦ κέρδους, δίκην πλούτου, Antipho 2.2.5, Pl.Lg.913b, etc.; also π. ὑὸν ἀντὶ τῶν χρημάτων Id.Ly.219d; πρὸ ἀρετῆς κάλλος Id.Lg.727d; πλέον αὑτῶν ib.777d; βραχυλογίαν μᾶλλον ἢ μῆκος ib.887b. 2 c. acc. only, prefer in honour or esteem, ταῦτα ἐγὼ π. Heraclit. l.c.; οὐ π. τι A.Eu.739, etc., cf. Ag.1415; τὴν αὐτονομίαν οὐ π. v.l. in Th.8.64; π. τὴν ἀλήθειαν Arist.EN1096a16; π. τὸν ἄνδρα ἀξίως τῆς ἡμετέρας κρίσεως OGI244.34 (Daphne, ii B.C.):—Pass., to be so preferred, Th. 6.9, Lys.6.50, OGI754 (Cilicia), etc.; μᾶλλον προτετίμηται τὸ κάλλος παρ' ἐκείνοις ἢ παρ' ἡμῖν Isoc.10.60; προτιμηθῆναι μάλιστα τῶν Ἑλλήνων X.An.1.6.5; προτιμᾶσθαι ἀποθανεῖν to be selected as a victim to be put to death, Th.1.133; προτιμᾶσθαι ἐς τὰ κοινά to be preferred to public honours, Id.2.37:—Med., τὸν δ' οὐδ' ἂν ἡμιμναίου προτιμησαίμην X.Mem.2.5.3: fut. Med. in pass. sense, Id.An.1.4.14. 3 c. inf. folld. by ἤ . ., wish rather, prefer, προτιμῶντες καθαροὶ εἶναι ἢ εὐπρεπέστεροι Hdt.2.37: c. inf. only, π. πολλοῦ ἐμοὶ ξεῖνος γενέσθαι valuing at a great price the privilege of becoming my friend, Id.3.21: c. acc. et inf., τὸν ἂν ἐγὼ πᾶσι τυράννοισι προετίμησα μεγάλων χρημάτων ἐς λόγους ἐλθεῖν the man for whom I should have wished, though it might cost me much money, the opportunity to address all princes, Id.1.86. II take heed of, reck of, with neg., μὴ προτιμήσῃς ὑλαγμάτων A.Ag.1672 (troch.); τῶν ἐν Ἀδμήτου κακῶν οὐδὲν προτιμῶν E.Alc.762; οὐδὲν προτιμῶ σου Ar.Pl.883, cf. D.7.16: c. part., χὠπότερον ἂν νῷν ἴδῃς . . -ήσαντά τι τυπτόμενον Ar.Ra.638, cf. 655: c. inf., care to do or be, ζῆν . . κακῶς κλύουσαν οὐκ ἀνασχετὸν ἥτις π. μὴ κακὴ πεφυκέναι S.Tr.722; οὐδὲν π. μηχανήσασθαι τέκνοις E.Med. 343: with ὅπως, εἰρήνη δ' ὅπως ἔσται προτιμῶσ' οὐδέν Ar.Ach. 27.
German (Pape)
[Seite 792] vor Andern ehren, mehr als Andere ehren, vorziehen; πατρὸς προτιμᾷ Ζεὺς μόρον, Aesch. Eum. 610; Ag. 1389; ἥτις προτιμᾷ μὴ κακὴ πεφυκέναι, Soph. Trach. 719; Eur. Hipp. 48 Heracl. 21 u. öfter; προτιμῶ σου οὐδέν, Ar. Plut. 883; Her. 1, 86; Thuc. 2, 37. 6, 9 u. öfter; σωτηρίαν κέρδους, Antiph. 2 β 5; auch τινὰ ἀντί τινος, wie πατὴρ υἱὸν ἀντὶ πάντων τῶν ἄλλων χρημάτων προτιμᾷ, Plat. Lys. 219 d; πρὸ ἀρετῆς ὁπόταν τις προτιμᾷ κάλλος, Legg. V, 727 d; mit folgdm ἤ, ὡς οὐδὲν δεῖ προτιμᾶν βραχυλογίαν μᾶλλον ἢ μῆκος, X, 887 b, vgl. Her. προτιμῶντες καθαροὶ εἶναι ἢ εὐπρεπέστεροι, die lieber rein als zierlich sein wollen, 2, 37; auch πολλοῦ προτιμᾶν, weit vorziehen, 3, 21; προτιμήσειεν ὑγιαίνειν μᾶλλον ἢ νοσεῖν, Eryx. 393 c; πλέον αὑτῶν προτιμῶντες, Legg. VI, 777 d; τῶν ἄλλων πλέον προτιμήσεσθε (pass.), ihr werdet mehr als die Andern geehrt werden, Xen. An. 1, 4, 14; προτιμηθῆναι μάλιστα τῶν Ἐλλήνων, 1, 6, 5, πρό τινος, Hell. 7, 1, 26; Flgde; ἑαυτοῦ χάριν προτιμῆσαι τὴν ἀλήθειαν, Pol. 3, 58, 9; ἐπὶ τίνι πάντων ἡμῶν προτιμᾶσθαι ἀξιοῖς, Luc. Mort. D. 24, 1.
Greek (Liddell-Scott)
προτῑμάω: τιμῶ τινα πλειότερον ἑτέρου, προτιμῶ τινα πλειότερον ἄλλου, τινὰ ἢ τί τινος Ἀντιφῶν 117. 4, Πλάτ. Νομ. 913Β κτλ., ὡσαύτως, πρ. τινα ἀντί τινος Πλάτ. Λῦσ. 219 D· τι πρό τινος ὁ αὐτ. ἐν Νομ. 727D· πλέον τινὸς αὐτόθι 777· μᾱλλον ἤ..., αὐτόθι 887Β, πρβλ Ἰσοκρ 218Α. 2) μετ’αἰτ., ἐκτιμῶ πλειότερον, προτιμῶ, πλείονος ἄξιον νομίζω, οὐδὲν πρ. τι Αἰσχύλ. Εὐμ. 739, κτλ., πρβλ. Ἀγ. 1415· τὴν αὐτονομίαν οὐ πρ. Θουκ. 8. 64· πρ. τὴν ἀλήθειαν Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 1. 6, 1. - Παθ., προτιμῶμαι, θεωροῦμαι ἀνώτερος, Θουκ. 6. 9, Λυσί. 107. 34, κτλ· προτιμηθῆναι μάλιστα τῶν Ἑλλήνων Ξεν. Ἀν. 1. 6, 5· προτιμᾶσθαι ἀποθανεῖν, ἐκλέγομαι ὡς θῦμα, ὡς μέλλων νὰ ὑποβληθῶ εἰς θάνατον, Θουκ. 1. 133· ὡσαύτως προτιμῶμαι ἐς τὰ κοινὰ, προτιμῶμαι δημοσίᾳ, εἰς τὰς δημοσίας τιμάς, αὐτόθι 2. 37. - Μεσ., τὸν δ’ οὐδ’ ἂν ἡμιμναίου προτιμησαίμην Ξεν. Ἀπομν. 2. 5, 3, (ἀλλ’ ὁ Dind. -σαιμ’ ἂν)· μέσ. μέλλ. μετὰ παθ. σημ. Ξεν. Ἀν. 1. 4, 14. 3) μόνον μετὰ γεν., φροντίζω, λογίζομαι, σκέπτομαι περί τινος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1672· οὐδὲν πρ. τινος Εὐρ. Ἄλκ. 762, Ἀριστοφ. Πλ 883, Δημ. 80. 22, πρβλ. Ἀριστοφ. Βάτρ. 638, 655. 4) μετ’ ἀπαρ., ἑπομένου ἢ ..., μᾶλλον ἐπιθυμῶ, προτιμῶ, προτιμῶντες καθαροὶ εἶναι ἢ εὐπρεπέστεροι Ἡρόδ. 2. 37, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 887Β· μετὰ μόνου ἀπαρ., μεγάλως ἐπιθυμῶ νά..., προτιμᾷ μὴ κακὴ πεφυκέναι Σοφ. Τρ. 722, Εὐρ. Μήδ. 343· πρ. πολλοῦ ἐμοὶ ξεῖνος γενέσθαι, ἐκτιμῶ ὡς πολύτιμον πρᾶγμα νὰ γείνῃ ξένος μου, φίλος μου, Ἡρόδ. 3. 21· τὸν ἂν ἐγὼ πᾶσι τυράννοισι προετίμησα μεγάλων χρημάτων ἐς λόγους ἐλθεῖν, ἐκεῖνον τοῦ ὁποῖου μίαν συδιάλεξιν μετὰ πάντων τῶν τυράννων ἤθελον θεωρήσῃ πολλῶν χρημάτων ὑπερτέραν, ὁ αὐτ. 1. 86. 5) μετὰ μετ., προτιμήσαντά τι τυπτόμενον, «φροντίσαντα, αἴσθησιν λαβόντα» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Βάτρ. 638 εἰρήνη δ᾿ ὅπως ἔσται προτιμῶσ᾿ οὐδέν, οὐδόλως φροντίζουσι, ὁ αὐτ. ἐν Ἀχ. 27.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 honorer de préférence, préférer : τινός τι une chose à une autre;
2 abs. faire plutôt cas de, se soucier ou se préoccuper plutôt de, acc. ou gén. ; avec un inf., préférer de beaucoup, faire passer avant tout le reste, se soucier de, daigner.
Étymologie: πρό, τιμάω.
Greek Monotonic
προτῑμάω: μέλ. -ήσω,
1. τιμώ κάποιον περισσότερο από κάποιον άλλο, προτιμώ τον έναν από τον άλλο, τινάή τί τινος, σε Πλάτ. κ.λπ.· τινὰ ἀντί τινος ή πρό τινος, στον ίδ.
2. με αιτ. μόνο, εκτιμώ περισσότερο, προτιμώ, θεωρώ αξιότερο, σε Αισχύλ. κ.λπ. — Παθ., προτιμώμαι, θεωρούμαι ανώτερος, σε Θουκ. κ.λπ.· προτιμᾶσθαι ἀποθανεῖν, εκλέγομαι ως θυσιαστήριο θύμα για να υποβληθώ σε θάνατο, στον ίδ.
3. με γεν. μόνο, φροντίζω, σκέφτομαι, σε Αισχύλ.· οὐδὲν πρ. τινός, σε Ευρ. κ.λπ.
4. με απαρ. ακολουθ. από ἤ, επιθυμώ περισσότερο, προτιμώ, προτιμῶντες καθαροὶ εἶναι ἢ εὐπρεπέστεροι, σε Ηρόδ.· με απαρ. μόνο, επιθυμώ πάρα πολύ, εύχομαι να κάνω ή να γίνω, σε Σοφ., Ευρ.· πρ. πολλοῦ ἐμοὶ ξεῖνος γενέσθαι, εκτιμώ σε μεγάλο βαθμό το προνόμιο να γίνει φίλος μου, σε Ηρόδ.
5. με μτχ., πρ. τυπτόμενος, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
προτῑμάω: 1) ценить выше, предпочитать (τι πρό τινος, τί τινος, τι ἀντί τινος, τι πλέον τινός или τι μᾶλλον ἤ τι Plat., Arst. etc.): π. ὑγιαίνειν μᾶλλον ἢ νοσεῖν Plat. предпочитать быть здоровым, чем болеть; προτιμηθῆναι μάλιστα τῶν Ἑλλήνων Xen. пользоваться наибольшим из (всех) греков уважением;
2) высоко ценить (τὴν ἀλήθειαν Arst.): οὐδὲν π. τινος Eur., Arph., Dem. пренебрегать чем-л.; π. μεγάλων χρημάτων τι Her. не пожалеть никаких денег для чего-л.; οὐδὲν προτιμᾷ μηχανήσασθαι τέκνοις Eur. он нисколько не заботится о детях.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προτιμάω [πρότιμος] verkiezen (boven), liever willen (dan), meer waard vinden (dan), met acc. en gen.:; δίκην πλούτου π. de voorkeur geven aan recht boven rijkdom Plat. Lg. 913b; ook met ( acc. en) πρό + gen., met ἀντί + gen., met μᾶλλον ἤ + gen.; pass..; μᾶλλον προτετίμηται τὸ κάλλος παρ ’ ἐκείνοις ἢ παρ ’ ἡμῖν bij hen staat schoonheid meer in aanzien dan bij ons Isocr. 10.60; τῶν ἄλλων πλέον προτιμήσεσθε στρατιωτῶν jullie zullen het meest geëerd worden van alle soldaten Xen. An. 1.4.14; met inf. (als obj. ) en gen..; προτιμῶν πολλοῦ ἐμοὶ ξεῖνος γενέσθαι er veel waarde aan hechten mijn vriend te worden Hdt. 3.21.2; met AcI (als obj. ) en gen..; τὸν ἂν ἐγὼ πᾶσι τυράννοις προετίμησα μεγάλων χρημάτων ἐς λόγους ἐλθεῖν ik zou er veel geld voor over hebben als hij met alle tirannen in gesprek zou gaan Hdt. 1.86.4; met inf. (als obj. ) en ἢ:; οὐδείς γ ’ ἂν... ὅστις οὐχὶ προτιμήσειεν ὑγιαίνειν... μᾶλλον ἢ... νοσεῖν er is niemand die niet liever gezond dan ziek zou zijn [Plat.] Eryx. 393c; met μὴ en inf.. ἥτις προτιμᾷ μὴ κακὴ πεφυκέναι als een vrouw ervoor kiest om geen slechte inborst te hebben Soph. Tr. 722. zich bekommeren om, zich zorgen maken om; met gen..; οὐδὲν προτιμῶ σου jij kan me niets schelen Aristoph. Pl. 883; μὴ προτιμήσῃς ματαίων τῶνδ ’ ὑλαγμάτων bekommer je niet om hun vergeefs geblaf Aeschl. Ag. 1672; ἐπεὶ προτιμᾷς γ ’ οὐδέν; omdat het je toch niets kan schelen? Aristoph. Ran. 655; met inf..; οὐδὲν προτιμᾷ μηχανήσασθαι τέκνοις hij bekommert zich er niet om dat hij iets te regelt voor zijn kinderen Eur. Med. 343; met part..; χὠπότερόν γ ’ ἂν νῷν ἴδῃς... προτιμήσαντά τι τυπτόμενον de eerste van ons die ook maar enigszins krimp geeft als hij geslagen wordt Aristoph. Ran. 638; met ὅπως + fut.. εἰρήνη δ ’ ὅπως ἔσται προτιμῶσ ’ οὐδέν het kan hun helemaal niets schelen of er vrede komt Aristoph. Ach. 27.
Middle Liddell
fut. ήσω
1. to honour one before or above another, to prefer one to another, τινά or τί τινος Plat., etc.; τινὰ ἀντί τινος or πρό τινος Plat.
2. c. acc. only, to prefer in honour or esteem, Aesch., etc.:— Pass. to be so preferred, Thuc., etc.; προτιμᾶσθαι ἀποθανεῖν to be selected as a victim to be put to death, Thuc.
3. c. gen. only, to care for, take heed of, reck of, Aesch.; οὐδὲν πρ. τινός Eur., etc.
4. c. inf. foll. by ἤ, to wish rather, prefer, προτιμῶντες καθαροὶ εἶναι ἢ εὐπρεπέστεροι Hdt.: c. inf. only, to wish greatly, wish much to do or be, Soph., Eur.; πρ. πολλοῦ ἐμοὶ ξεῖνος γενέσθαι to value at a great price the privilege of becoming my friend, Hdt.
5. c. partic., πρ. τυπτόμενος to care greatly about being beaten, Ar.